Γράφει ο Γιώργος Φλωράς, Υπεύθυνος Επικοινωνίας του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Early Warning για το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών.
Με τον Ν4446/2016 νομοθετήθηκε η 2η Ευκαιρία σε όσους επιχειρηματίες πτώχευσαν χωρίς δόλο, δηλαδή μιας μορφής Σεισάχθια. Με βάση τα άρθρα 167-169 του Πτωχευτικού Κώδικα, μόλις περάσουν 2 χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης πτώχευσης ο επιχειρηματίας που πτώχευσε μπορεί να αιτηθεί την απαλλαγή του από τις οφειλές που τον βαρύνουν. Το δικαστήριο τον απαλλάσσει, αν κριθεί ότι πτώχευσε χωρίς δόλο.
Είναι μια εξαιρετική δυνατότητα για όσους πραγματικά πτώχευσαν ώστε να απαλλαχθούν από τα χρέη τους προς τρίτους και να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Όχι για όλους όμως, όπως αναφέρουμε παρακάτω.
Η νομοθεσία αυτή επιβλήθηκε στο πλαίσιο του Μνημονίου του 2015. Με βάση τη συμφωνία με τους δανειστές ενσωματώθηκε η Σύσταση για την Δεύτερη Ευκαιρία ως είχε. Στην συνέχεια, για την ουσιαστική εφαρμογή της, συστήθηκε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία δυστυχώς το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν συμπεριέλαβε κανέναν εκπρόσωπο από τον επιχειρηματικό κόσμο, και στα τέλη του 2016 ψηφίστηκε ο Ν4446/2016.
Με δεδομένο ότι είναι στο τελικό στάδιο Οδηγία της ΕΕ σχετικά με την 2η Ευκαιρία, στο μέλλον θα υπάρξουν, υποχρεωτικά, διαφοροποιήσεις στον Νόμο, ελπίζουμε προς το καλύτερο σε σχέση με τα ισχύοντα σήμερα. Αναφορικά με την ομογενοποίηση των συστημάτων Απαλλαγής (2η Ευκαιρία) στην Ευρώπη, κρίθηκαν αναγκαία (για αυτό θα ψηφιστεί η Οδηγία) γιατί σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο να φεύγουν επιχειρηματίες από μια χώρα και να πηγαίνουν σε άλλη χώρα ώστε να αιτηθούν την πτώχευσή τους και την απαλλαγή τους από τα χρέη τους. Για παράδειγμα στην Γερμανία μπορεί να μετοικήσει ένας πτωχευμένος από την Ιταλία και εντός σύντομου χρόνου να αιτηθεί την πτώχευσή του και την απαλλαγή του από τα χρέη στην Ιταλία.
Πρακτικά τα βήματα για να φτάσει κάποιος στην Απαλλαγή του, μέσω του Πτωχευτικού Νόμου, είναι τα ακόλουθα (σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να καθοδηγήσει τον επιχειρηματία ο δικηγόρος του καθώς τα ζητήματα αυτά έχουν πολλές πτυχές που μόνο ένας δικηγόρος μπορεί να γνωρίζει).
Υποβάλει ο ενδιαφερόμενος αίτηση πτώχευσης.
Η δικάσιμος ορίζεται πολύ σύντομα, σε 2-4 μήνες.
Η απόφαση εκδίδεται σε σύντομο χρόνο, 4-10 μήνες (ανάλογα την δυσκολία της υπόθεσης).
Από την δημοσίευση της απόφασης πτώχευσης ξεκινάνε να μετράνε τα 2 χρόνια για την Απαλλαγή.
Μόλις συμπληρωθούν τα 2 χρόνια ο πτωχός κάνει αίτηση στο Πτωχευτικό Δικαστήριο και αιτείται την απαλλαγή του.
Ορίζεται σύντομη δικάσιμος.
Εκδίδεται η δικαστική απόφαση με άμεση εφαρμογή (αν ορίζει απαλλαγή από τα χρέη).
Η 2η Ευκαιρία, όπως νομοθετήθηκε με τον Ν4446/2016 αφορά καταρχήν τους επιχειρηματίες που είχαν επιχείρηση προσωπική, δηλαδή Ο.Ε., Ε.Ε., ΑΤΟΜΙΚΗ. Το σκεπτικό είναι ότι αυτοί συμπτωχεύουν μαζί με την επιχείρηση που πτωχεύει. Σε αντίθεση με τους επιχειρηματίες που είχαν ΑΕ, ΕΠΕ και ΙΚΕ (κεφαλαιουχικές) και δεν συμπτωχεύουν όταν πτωχεύει η επιχείρηση. Και παρά το γεγονός ότι όλοι οι επιχειρηματίες, ανεξαρτήτου Νομικής μορφής της επιχείρησης, έχουν τις ίδιες συνέπειες. Όμως ακόμα και οι επιχειρηματίες που είχαν κεφαλαιουχική επιχείρηση μπορούν να αιτηθούν για την απαλλαγή εφόσον έχουν οι ίδιοι την εμπορική ιδιότητα, πχ αν κατέχουν μερίδιο της επιχείρησης άνω του 50% και αιτηθούν και την προσωπική τους πτώχευση.
Ο Ν4446/2016 ορίζει ότι ο Οφειλέτης οφείλει να καταθέσει αίτηση στο Πτωχευτικό Δικαστήριο, δυο χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης πτώχευσης, και να ζητάει την απαλλαγή του. Η πρόβλεψη αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με την από 22/11/2016 πρόταση της ΕΕ για Οδηγία για την 2η Ευκαιρία. Και τα δυο κείμενα απαιτούν να μην πρέπει να καταθέσει αίτηση ο Οφειλέτης αλλά με την πάροδο του κρίσιμου διαστήματος να απαλλάσσεται από τις οφειλές (εφόσον έχει κριθεί συγγνωστός). Δυστυχώς αυτό δημιουργεί σημαντικές δαπάνες για τον πτωχό, και αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα στην διαδικασία απαλλαγής του.
Ο Ν4446/2016 αποκλείει από το ενδεχόμενο απαλλαγής, άνευ επιλογής του Δικαστηρίου, τις οφειλές που προκλήθηκαν από δόλο ή βαρεία αμέλεια. Το θέμα του ποιες οφειλές έγιναν με δόλο είναι στην κρίση του δικαστηρίου και, δυστυχώς, ακόμα δεν υπάρχει πληθώρα σχετικών αποφάσεων για να δημιουργηθεί μια δυνατή Νομολογία και να γνωρίζει ο επιχειρηματίας από ποια χρέη δεν μπορεί να απαλλαχθεί. Η πρόταση για Οδηγία της ΕΕ, που θα ψηφιστεί αρχές του 2019, ορίζει ότι στις περιπτώσεις των «δόλιων» οφειλών το Πτωχευτικό Δικαστήριο μπορεί να δώσει μεγαλύτερο περίοδο από το μέγιστο των 3 ετών ώστε να απαλλαχθεί ο Οφειλέτης και από αυτά τα χρέη. Δίνει δηλαδή διέξοδο στις περιπτώσεις που κρίνεται ως δόλια μια συμπεριφορά προτείνοντας περιπτώσεις μεγαλύτερης χρονικής περιόδου για απαλλαγή και άλλα. Με απλά λόγια δεν καταδικάζει σε αιώνια τιμωρία κανέναν, ειδικά αφού έχει δυνατότητα αναζήτησης των περιουσιακών του στοιχείων με διαφόρους τρόπους ανά τον κόσμο.
Μια μεγάλη αλλαγή που αναγκαστικά θα επέλθει και στο Ελληνικό Δίκαιο είναι η πρόβλεψη της επερχόμενης Οδηγίας για την 2η Ευκαιρία για το δικαίωμα προστασίας της πρώτης κατοικίας του επιχειρηματία που πτώχευσε δίνοντας εναλλακτικές λύσεις και στην περίπτωση αυτή. Συγκεκριμένα ορίζει ότι τα Κράτη Μέλη μπορούν να προβλέπουν μεγαλύτερες περιόδους απαλλαγής στις περιπτώσεις όπου η κύρια κατοικία ενός υπερχρεωμένου επιχειρηματία εξαιρείται από τη δυνατότητα ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να διαφυλαχθεί το βιοτικό επίπεδο του υπερχρεωμένου επιχειρηματία και της οικογένειάς του.
Τέλος με βάση την επερχόμενη Οδηγία, θα πρέπει να συμπεριληφθούν στα χρέη από τα οποία απαλλάσσεται ο πτωχός και τα προσωπικά του χρέη, αυτά που σήμερα εξετάζονται από το Δίκαιο του Καταναλωτή. Προβλέπει συγκεκριμένα η Οδηγία είτε να συνεξετάζονται με την αίτηση απαλλαγής που αυτός υποβάλει στο Πτωχευτικό Δικαστήριο είτε να εξετάζονται ξεχωριστά αλλά σε κάθε περίπτωση η απαλλαγή από αυτά να συμπέσει χρονικά με το όριο της 3ετίας (ή κάθε άλλο όριο που θα θέσει το κάθε Κράτος Μέλος, πχ Ελλάδα 2ετία).
Κλείνοντας τονίζω ότι η διαδικασία απαλλαγής μέσω του Πτωχευτικού Νόμου αποτελεί μια πραγματικότητα και θα πρέπει ο επιχειρηματίας που εχει πτωχεύσει να την εξετάσει, πάντα και αποκλειστικά σε συνεργασία με τον δικηγόρο του.