Δεν ήμουν και δεν θα γίνω ποτέ μηδενίστρια ή αφοριστική. Πιστεύω πως σε κάθε συνδυασμό τόσο στον Δήμο, όσο και στην Περιφέρεια ,μπορείς να βρεις ποιοτικές υποψηφιότητες και αξιόλογους ανθρώπους.
Χαίρομαι πολύ δε, όταν δίνεται η ευκαιρία σε νέους ανθρώπους να βγουν μπροστά και να πρωταγωνιστήσουν.
Βλέποντας ένα- ένα τα ονόματα σε όλους τους συνδυασμούς, φτάνοντας σε αυτόν του Υποψηφίου Δημάρχου κυρίου Παπαπέτρου, διάβασα ένα όνομα γνώριμο από τα παλιά, από τα σχολικά χρόνια.
Αυτό της Γεωργίας Τσίντζου.
Θα σας μιλήσω πρώτα εγώ γι αυτή και αμέσως μετά, θα παραθέσω όσα θέλησε να πει η ίδια για τον εαυτό της σε ανάρτηση της στα κοινωνικά δίκτυα, όπου μπήκα για να τσεκάρω, αν όντως είναι υποψήφια.
Η Γεωργία ήταν αυτή που ήθελα να είμαι. Δεν κάναμε ποτέ παρέα. Δεν είχαμε ποτέ κοινούς φίλους, όμως είχαμε πολλά κοινά. Ήμασταν και οι δύο κοινωνικές και άριστες μαθήτριες.
Όταν η Γεωργία έγινε σημαιοφόρος, ήθελα και εγώ να γίνω Γεωργία. Όταν η Γεωργία έβγαινε μπροστά για να διεκδικήσει πράγματα για το σχολείο μας, ήθελα και εγώ να είχα την δύναμη και το σθένος να το κάνω.
Η Γεωργία ήταν πάντα η “μαμά” του σχολείου. Ήταν πάντα μπροστά σε όλα. Και η μόνη γυναίκα στα συμβούλια του σχολείου και μάλιστα μαχητική, πάντα με επιχειρήματα και με λόγο που όλοι ζηλεύαμε.
Ποτέ όμως δεν ήταν σνόμπ, ποτέ δεν είχε σηκωμένη την μύτη, ποτέ δεν ήταν δήθεν, ποτέ δεν ήταν το “σπασικλάκι”, το “φυτό”, αν και άριστη μαθήτρια, όπως προανέφερα.
Την συμπαθούσα όλοι, τα πήγαινε καλά με όλους και στα σκούρα, όλοι έλεγαν: Θα πάει η Γεωργία στον Διευθυντή!
Δυστυχώς εγώ σε όλα τα τελευταία, δεν τα κατάφερα ποτέ όπως αυτή.
Η Γεωργία σήμερα είναι επιστήμονας, σύζυγος, μητέρα, εργαζόμενη αλλά και σπουδάστρια ακόμα αφού εκτελεί το διδακτορικό της με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Και αν για κάτι βάζω το χέρι μου στην φωτιά γι αυτό το κορίτσι που πάντα με θαυμασμό παρατηρούσα από μακριά, είναι πως δεν θα σταματήσει ποτέ να σπουδάζει, να μαθαίνει, να παραμένει μαθήτρια και ας έχει η ίδια πια δικούς της σπουδαστές!
Είναι δυναμική, είναι μαχητική, ήταν από μικρή η φωνή της λογικής. Ποτέ δεν ζητούσε και δεν διεκδικούσε ανόητα πράγματα και χωρίς λόγο, ποτέ δεν διεκδικούσε αντιδραστικά, κάτι που αν θέλετε θα δικαιολογούνταν και από την τότε ηλικία μας, αλλά πάντα έφτανε στο γραφείο του Διευθυντή με χαρτί, σημειώσεις, προτάσεις και επιχειρήματα.
Ε ναι! Αυτός είναι ο Δήμος που θέλουμε. Ναι, θέλουμε δυναμικές νέες γυναίκες, μορφωμένες με ξεκάθαρο λόγο, χωρίς φανφάρες και κραυγές εντυπωσιασμού.
Γυναίκες που ξέρουν, που θέλουν και μπορούν!
Η Γεωργία Τσίντζου, είναι ξεκάθαρα μια ποιοτική επιλογή και εύχομαι να είναι στο επόμενο δημοτικό συμβούλιο.
Θα φροντίσω να την συναντήσω και να μάθουμε περισσότερα γι αυτή. Δεσμεύομαι.
Δείτε όσα η ίδια κατέθεσε, ενημερώνοντας τους διαδικτυακούς της φίλους για την υποψηφιότητά της:
“Είμαι η Tσίντζου Γεωργία του Παναγιώτη το γένος Ράδογλου, σύζυγος Νικολάου Τζίκα.
Γεννήθηκα στο Βόλο το 1987, με καταγωγή από τη μεριά του πατέρα μου από το Πολυνέρι Τρικάλων και από της μητέρας μου από τη Μικρά Ασία και το Μούρεσι. Μεγάλωσα και ζω στην Αγριά, με τους δύο μου γιούς, τον Κωνσταντίνο και τον Παναγιώτη. Είμαι Χημικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης MSc στη Χημεία με έμφαση στην ανακύκλωση πλαστικών. Η οικογένειά μου διατηρεί συνεργείο αυτοκινήτων στην Aγριά και κατάστημα ανταλλακτικών αυτοκινήτων στο Βόλο όπου έκανα τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα. Από την πρακτική στο Εργοστάσιο ΙΜΑΣ Α.Ε. και τη διδασκαλία στις σχολές ΙΕΚ του ΟΑΕΔ, πλέον εκπονώ το διδακτορικό μου με πλήρη τριετή υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών στο Εργαστήριο Βιοτεχνολογίας-Μοριακής Βιολογίας. Στόχος μου η ανάδειξη και αντιμετώπιση θεμάτων περιβαλλοντικής πολιτικής, ενέργειας και διαχείρισης της κλιματικής κρίσης με γνώμονα την πράσινη ανάπτυξη σε επίπεδο νομού για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών του δήμου μας.
Γνωρίζω τρεις γλώσσες εκτός από αυτήν την λυπηρή και ρυπαρή της τωρινής Δημοτικής Αρχής.
Τώρα είναι η ώρα για να αλλάξει η πόλη του Βόλου σελίδα με γνώμονα τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό.”