ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Δημόσιας Υγείας Πανεπιστημίου Αθηνών
ΤΙΤΛΟΣ: Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΙΕΘΝΩΣ
Την τελευταία δεκαετία, πολλά έθνη σε όλο τον κόσμο ήρθαν αντιμέτωπα με τον όρο “παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση” και τις συνέπειές της. Η κρίση αρχικά εμφανίστηκε στον οικονομικό τομέα, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τρισεκατομμύρια δολάρια των ΗΠΑ έχουν χαθεί παγκοσμίως (Donnelly & Embrechts, 2010). Από τότε, η κρίση εξαπλώθηκε, κυρίως στην Ιρλανδία, την Ισλανδία, όπως επίσης και στις Νότιο – ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, στις οποίες συνέβη δραματική μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές και τις έρευνες. Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικονομία, γιατί η κακή κοινωνικοοικονομική κατάσταση συχνά προκαλεί ανισότητες όσον αφορά την πρόσβαση σε δημόσιους ή ιδιωτικούς πόρους με αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα για παραγωγικότητα, δύναμη και έλεγχο (Stuckler et al., 2011).
Στην Ελλάδα, οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και τα αυστηρά οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν δημιούργησαν μια δύσκολη κατάσταση Δεν είχαν αντίκτυπο μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά είχαν σημαντική αρνητική επίπτωση στον τομέα της υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η κυβέρνηση με τη σειρά της δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει επαρκώς τον τομέα της δημόσιας υγείας και να διατηρήσει τις ήδη μειωμένες κοινωνικές υπηρεσίες (Karanikolos et al., 2013).
Η επίδραση της οικονομικής ύφεσης στην υγεία έχει προσελκύσει πρόσφατα την προσοχή ως απάντηση στην οικονομική κρίση. Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι οι καταστάσεις που εντείνονται σε περιόδους ύφεσης όπως η ανεργία, η ακούσια απώλεια θέσεων εργασίας και η εργασιακή ανασφάλεια έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία (Gallo et al., 2009). Αν και τα στοιχεία είναι ασυνεπή (Stuckler et al., 2009) άλλες μελέτες δείχνουν ότι η θνησιμότητα έχει μειωθεί και η σωματική υγεία των ανθρώπων έχει βελτιωθεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (Tapia Granados & Diez Roux, 2009). Στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο της ύφεσης του 2009 στην Ευρώπη ακόμη δεν έχουν τεκμηριωθεί, αλλά μία πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι υπήρξε αύξηση των αυτοκτονιών και μείωση των θανάτων από τροχαία ατυχήματα στην Ευρώπη (Stuckler et al., 2011).
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν σε ύφεση για λιγότερο από 12 μήνες ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει παρατεταμένη κρίση με την ανεργία να αυξάνεται απότομα το 2010 και το 2011 και να παρουσιάζει πενιχρές προοπτικές άμεσης ανάκαμψης (Eurostat, 2011). Σε μια πρόσφατη μελέτη οι Kentikenelis et al., (2011) διερεύνησαν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού στην Ελλάδα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μεταξύ 2007 και 2009, υπήρξε αύξηση στα ποσοστά της φτωχής αυτο-εκτιμούμενης υγείας. Η ανάλυση τους παρέχει μία ενδιαφέρουσα και χρήσιμη πρώτη ματιά για τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στην υγεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ανάλυσή τους βασίζεται σε μια ενιαία σύγκριση των ποσοστών των προβλημάτων υγείας μεταξύ 2007 και 2009 στην Ελλάδα χωρίς σύγκριση με μία ομάδα ελέγχου, καθιστώντας αδύνατη τη διάκριση για το γεγονός εάν η πραγματική μείωση του επιπέδου της υγείας του πληθυσμού μπορεί να αποδοθεί στην οικονομική κρίση. Επιπρόσθετα οι υγειονομικές δαπάνες βρισκόταν στο υψηλοτερο σημείο τους το 2009, γεγονός που υποδηλώνει ότι τουλάχιστον ως προς τον υγειονομικό τομέα η κρίση δεν είχε ακόμη αρχίσει. Επιπλέον, τα ευρήματά τους αντιφάσκουν εν μέρει με τα στοιχεία ορισμένων μελετών, από την άποψη ότι η συνολική θνησιμότητα τείνει να μειώνεται και η σωματική υγεία τείνει να βελτιώνεται κατά τη διαρκεια της οικονομικής κρίσης (Tapia Granados & Diez Roux, 2009).
Σε ορισμένες μελέτες οι οικονομικές υφέσεις έχουν συσχετισθεί με τη βελτίωση της σωματικής υγείας και τη μείωσης της συνολικής θνησιμότητας αλλά με υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών (Gerdtham & Ruhm, 2006). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με ορισμένα πρώτα στοιχεία, η υγεία έχει επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (Economou et al., 2013, Eurostat 2013). Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη πρόσβαση στην περίθαλψη η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε φυσική “φθορά” της υγείας. Η οικονομική κρίση μπορεί να έχει, επίσης, αυξήσει την επίπτωση των συμπριφορών κινδύνου, όπως για παράδειγμα η υπερβολική χρήση αλκοόλ που ενδέχεται να οδηγήσει σε χειρότερη φυσική υγεία (Johansson et al., 2006). Επιπλέον η ύφεση μπορεί να προκαλέσει στους ανθρώπους αυξημένο άγχος, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα αποτελέσματα για την υγεία. Η αυτο-εκτίμηση υγείας είναι ένα γενικό μέτρο που ενσωματώνει στοιχεία τόσο της σωματικής όσο και της ψυχικής υγείας. Η επίπτωση της κρίσης στην ψυχική υγεία των ανθρώπων μπορεί να φανεί μακροπρόθεσαμ. Αυτό συμφωνεί με ευρήματα από πρόσφατες μελέτες που δείχνουν ότι από όλες τις αιτίες θανάτου που επηρεάζονται από οικονομικούς κύκλους, οι αυτοκτονίες φαίνεται να είναι η μόνη αιτία που αυξάνει σταθερά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (Stuckler et al., 2011, Tapia Granados & Diez Roux 2009).
Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η αρνητική επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα έντονη μεταξύ των ανδρών, ενώ η πρόσφατη οικονομική ύφεση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ οδήγησε σε σημαντική αύξηση των ποσοστών αυτοκτονίας (Barr et al., 2012) και σε επιδείνωση της έκβασης της ψυχικής υγείας (Katikireddi et al., 2013). Η οικονομική κρίση μπορεί να επηρεάσει άμεσα την ψυχική υγεία των ανέργων. Η ανεργία μπορεί όχι μόνο να οδηγήσει σε σημαντικά διαφυγόντα κέρδη, (Jacobson et al., 1993), αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει την ψυχική υγεία μέσω διαφόρων μη χρηματοπιστωτικών οδών, όπως το χρόνιο στρες, τη μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση, τη μειωμένη αυτοεκτίμηση και κοινωνική αναγνώριση (Bartley, 1994) και την αύξηση του επιπολασμού του καπνίσματος, της κατανάλωσης αλκοόλ και της σωματικής αδράνειας (Gallo et al., 2001). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία από την πρόσφατη οικονομική ύφεση δείχνουν ότι η επιδείνωση της ψυχικής υγείας μπορεί να οφείλεται μόνο στην αύξηση της ανεργίας, μιας και η ψυχική υγεία φαίνεται να επιδεινώνεται και μεταξύ των εργαζομένων, όχι μόνο των ανέργων. Η οικονομική κρίση μπορεί επίσης να επηρεάσει την ψυχική υγεία μέσω άλλων μηχανισμών, όπως η ανασφάλιστη εργασία και γενικά το άγχος που σχετίζεται με την οικονομική αστάθεια (Bartley, 2005).
Μερικές μελέτες δείχνουν ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρόσφατη οικονομική ύφεση οδήγησε σε χειρότερα αποτελέσματα της ψυχικής υγείας μόνο μεταξύ των ανδρών (Katikireddi et al., 2013). Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει επίσης εντονότερα τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης για τις αυτοκτονίες των ανδρών, ενώ οι επιπτώσεις στις γυναίκες είναι γενικά λιγότερες (Barr et al., 2012). Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν πράγματι ισχυρότερες και σημαντικά αυξημένες μεταξύ των ανδρών, ενώ μεταξύ των γυναικών ήταν ασθενέστερες και μη σημαντικές. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια είχαν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανδρών (Katikireddi et al., 2013) ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου οι άνδρες εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού σε σχέση με τις γυναίκες (Hellenic Statistics Authority, 2011).
Στη συγκεκριμένη εργασία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην επίδραση της οικονομικής κρίσης στον χειρουργικό τομέα γιατί ο συγκεκριμένος τομέας στην Ελλάδα είναι πολύ “ευάλωτος” οικονομικά, λόγω της συνεχούς υποχρηματοδότησης των δομών και της άμεσης επίδρασης που έχει στην κατάσταση υγείας των πολιτών.
ΣΚΟΠΟΣ
Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η διερεύνηση του αντίκτυπου της οικονομικής κρίσης και των αυστηρών μέτρων ελέγχου της προσφοράς αλλά και της ζήτησης στον τομέα της υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών και στο επίπεδο υγείας του ελληνικού πληθυσμού.
Επιμέρους στόχοι της εργασίας ήταν η αποτύπωση της κατάστασης των Ευρωπαϊκών χωρών, όπως περιγράφεται από την κατάσταση της υγείας του πληθυσμού. Επίσης, θα γίνει αναφορά στον τρόπο και το βαθμό που η οικονομική κρίση επηρεάζει γενικότερα τις Ευρωπαϊκές χώρες.
ΜΕΘΟΔΟΣ
Για τις ανάγκες της παρούσης εργασίας έγινε ενδελεχής αναζήτηση στην ηλεκτρονική και έντυπη Διεθνή και Ελληνική βιβλιογραφία. Οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η pubmed, Scopus και Heallink. Η έντυπη βιβλιογραφία αναζητήθηκε από τη Βιβλιοθήκη επιστημών υγείας και από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Επίσης, έγινε αναζήτηση στο διαδίκτυο μέσω της μηχανής αναζήτησης “google” , για την ανεύρεση έντυπων δημοσιευμάτων σχετικά με την οικονομική κρίση σε άλλες χώρες και κυρίως σε προηγούμενα έτη.
Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν για την αναζήτηση της βιβλιογραφίας ήταν τα εξής: οικονομική κρίση, τρόικα, αίτια οικονομικής κρίσης, Major depression, Economic crisis, Financial strain, Affective disorder, General population, Financial crisis, Austerity, Recession, Health care, Social services, Greece, European Union, Italy, Spain, Portugal, Iceland, global financial crisis, health behaviors, health inequality.
Τα άρθρα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν γραμμένα στην Ελληνική και Αγγλική γλώσσα. Έτσι, όποια άρθρα ήταν γραμμένα σε κάποια άλλη γλώσσα αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Επίσης, αποκλείστηκαν μερικά άρθρα (περίπου 31) γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα πρόσβασης. Η βιβλιογραφία τελικά αποτελείτο από 189 αναφορές, εκ των οποίων οι τρεις είναι γραμμένες στην ελληνική γλώσσα.
Η αναζήτηση της βιβλιογραφίας διήρκησε περίπου 1 χρόνο, από τις 14 Ιουνίου 2013 έως 8 Ιουνίου 2014.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Εν κατακλείδι, η πλειονότητα των χωρών που θίγονται από την οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ύφεση. Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή πολιτικών εστιασμένων στα οικονομικα έχει υπονομεύσει τους στόχους της προαγωγής της υγείας και έχει ως απότέλεσμα τη μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.
Δυστυχώς, η Ελλάδα βρέθηκε μέσα στο “ματι της οικονομικής καταιγίδας” και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φρόντισαν ως επί το πλείστον να προστατεύσουν τη δημοσιονομική ισορροπία και την οικονομική βιωσιμότητα της χώρας και όχι να διατηρήσουν τα βασικά επίπεδα της υγειονομικής περίθαλψης. Σοβαρά μέτρα λιτότητας εφαρμόστηκαν ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και το ενθικό σύστημα υγείας χρειάστηκε περισσότερους πόρους για να ξεπεράσει τη δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτωχειας και της εμφάνισης ψυχικών διαταραχών, οι περικοπές των πόρων της δημόσιας υγείας έχουν φέρει προφανώς εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην υγειονομική περίθαλψη, στις κοινωνικές υπηρεσίες και στην προστασία του κοινού. Τα εφαρμοζόμενα μέτρα λιτότητας επηρέασαν σημαντικά τη δομή και τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων, λόγω της έλλειψης προσωπικού, τα ελλείμματα, τις ελλείψεις φαρμάκων και ιατρικών προμηθειών. Η διαθεσιμότητα των βασικών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης έχει επίσης τεθεί σε κίνδυνο ως αποτέλσμα της εφαρμογής της πολιτικής προς την ανασυγκρότηση του τομέα των δημόσιων νοσοκομείων με το κλείσιμο, συγχωνεύσεων και συγκεντρωτισμό. Οι πολιτικές πρόληψης των ασθενειών και των πρωτοβουλιών προαγωγής της υγείας εκπαίδευσης έχουν επίσης ανασταλεί.
Η προαγωγή της υγείας θα πρέπει να διατηρηθεί, ακόμη και όταν η οικονομική βιωσιμότητα θεωρείται ότι είναι η πιο ισχυρή απάντηση στην οικονομική κρίση. Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις της στην πραγματική ζωή και τη δημόσια υγεία είναι πολύ σχετικά. Τα σχέδια των διεθνών αρχών για αναθεώρηση του χρέους της Ελλάδας φαίνεται να επηρεάζουν την κοινωνία, τη δημόσια υγεία και την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.
Μέχρι σήμερα, υπάρχει έλλειψη συστηματικής αξιολόγησης των απαντήσεων στην πολιτική για την υγεία στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Έτσι, είναι δύσκολο να αναλυθούν και να ερμηνευθούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε όλους τους τομείς της υγείας στην Ελλάδα, λόγω της έλλειψης ενός ενιαίου εθνικού ή/και ευρωπαϊκού συστήματος αναφοράς. Πρός το παρόν, τα σχετικά δεδομένα έχουν συλλεχθεί από διαφορετικές πηγές. Επιπλεόν, ο αντίκτυπος της κρίσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από μακροπρόθεσμους δείκτες, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι σε θέση να ανιχνεύσουν με ακρίβεια όλο το φάσμα των ανεπιθύμητων επιπτώσεων στην υγεία στον ελληνικό πληθυσμό και την κοινωνία.
Οι επιπτώσεις της υγείας που προκαλούνται από τη εφαρμογή αυστηρών μέτρων λιτότητας και δημοσιονομικής πολιτικής στον τομέα της υγείας δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι προτεινόμενες πολιτικές που προάγουν την υγεία στην Ελλάδα, ως απάντηση στην οικονομική κρίση θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, δημοσιονομικές πολιτικές, ανάπτυξη των υπηρεσιών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και παρακολούθηση των επιπέδων της υγείας με τους δείκτες ποιότητας. Επιπλέον, οι αναφερόμενες μετρήσεις της έκβασης των ασθενών, της προληπτικής ιατρικής και της ενίσχυσης των κατάλληλων κοινωνικών υπήρεσιών υποστήριξης είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση της ύφεσης, ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες των ανθρώπων.
Στην Ελλάδα, τα εν λόγων μέτρα είναι εν αναμονή υλοποίησης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη, τις προληπτικές και κοινωνικές υπηρεσίες υποστήριξης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναμένεται να εφαρμόσουν ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής δυσπραγίας, δεδομένου ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οι ηθικές αξίες έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στον παγκόσμιο οικονομικό τομέα παρατηρήθηκαν το 2009 (International Monetary Fund, 2009). Ωστόσο, η οικονομία σε πολλές χώρες δεν έχει ακόμη ανακτηθεί, ενώ το 2012 η ανάπτυξη ήταν ελάχιστη σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και αρνητική στην Ισλανδία, Ιρλανδία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ισπανία. Η ανάκαμψη της Ελλάδας ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό, στις αρχές δηλαδή του 2014. Η απουσία οικονομικής ανάπτυξης, σημαίνει απώλεια εισοδήματος και απασχόλησης, καθώς και μείωση της κοινωνικής βοήθειας στους απλούς ανθρώπους, όπου οι επιπτώσεις είναι πιθανόν να διαρκέσουν πολλούς μήνες, γιατί η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και στις κοινωνικές υπηρεσίες φροντίδας για τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Η συγκεκριμένη οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στους λαούς μπορεί να φέρει πολλά διδάγματα. Πρώτον, με την έντονη αντίθεση με τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών σχετικά με την οικονομία, η απουσία ενημερωμένων δεδομένων νοσηρότητας και θνησιμότητας έχουν δυσχεράνει τη μελέτη των άμεσων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην υγεία, επικεντρώνοντας τις πολιτικές στις οικονομικές πτυχές. Δεύτερον, μέχρι σήμερα έχει γίνει εξαιρετικά λίγη έρευνα για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία και το μεγαλύτερο μέρος αυτής έγινε από ερευνητές που δεν έλαβαν χρηματοδότηση. Υπάρχει μία δυνητικά σημαντική ερευνητική ατζέντα και περιλαμβάνει έρευνες με θέματα γιατί ορισμένοι λαοί φαίνεται να αντιμετωπίζουν και να ανακτούν από την οικονομική κρίση καλύτερα από κάποιους άλλους. Η οικονομική κρίση οδήγησε σε ποικίλες πολιτικές απαντήσεις και είχε διάφορες επιπτώσεις στα αποτελέσματα της υγείας, και ως εκ τούτου η μελλοντική έρευνα έχει εστιάσει στις επιπτώσεις των οικονομικών αλλαγών στην υγεία και στις πολιτικές απαντήσεις που μπορούν να μετριάσουν τους κινδύνους. Η πολυεπίπεδη έννοια της ανθεκτικότητας, δηλαδή πώς τα άτομα, οι κοινότητες και ολόκληρες κοινωνίες μπορούν να προσαρμοστούν θετικά στην οικονομική κρίση, μπορεί να επεκταθεί για να καλύψει ευρύτερα τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες της δημόσιας υγείας (Castleden et al., 2011). Μια τέτοια περιεκτική έννοια της ανθεκτικότητας παρέχει ένα επεξηγηματικό πλαίσιο που εμπλέκει τους φυσικούς, ψυχοκοινωικούς και οικονομικούς παράγοντες που βοηθούν τους πληθυσμούς να αντισταθούν και να προσαρμοστούν στις απειλές για τη δημόσια υγεία, καθώς και στην οικονομική κρίση.
Τέλος, πολλές φωνές της δημόσιας υγείας είναι απούσες από τους διαλόγους σχετικά με τους τρόπους που οι πληγείσες χώρες μπορούν να ανταποκριθούν στην οικονομική κρίση. Τα περισσότερα υπουργεία υγείας δε συμμετέχουν στις συζητήσεις, αλλά μόνο τα υπουργεία οικονομικών. Η Γενική Διεύθυνση Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά τη νομική υποχρέωσή της να αξιολογήσει τις επιπτώσεις στην υγεία των πολιτών της ΕΕ, δεν έχει αξιολογήσει τις επιπτώσεις των αυστηρών μέτρων λιτότητας που επιβάλλει η ΤΡΟΙΚΑ και αντί αυτού περιορίζεται σε περιορισμένο σχολιασμό και συμβουλές σχετικα με το πώς τα υπουργεία υγείας μπορούν να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την υγεία θα πρέπει να στοχεύουν στην προστασία της υγείας του πληθυσμού. Η αυξανόμενη επιβάρυνση των χρόνιων νοσημάτων επιταχύνεται από την τρέχουσα οικονομική κρίση, λόγω της υιοθέτησης ανθυγιεινών τρόπων ζωής, που εμποδίζει την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη (Alwan, 2011). Επιπλέον, πρέπει να εφαρμοστοόυν πολιτικές που αποσκοπουν στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως τα ηλικιωμένα άτομα. Η γήρανση του πληθυσμού καθιστά τέτοιου είδους παρεμβάσεις αναγκαίες, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι περιλαμβάνονται σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Ωστόσο, το πιο δύσκολο θέμα υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης είναι η διατήρηση των προγραμμάτων κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής πρόνοιας, όχι μόνο για τον ηλικιωμένο πληθυσμό, αλλά και για τους άνεργους και τα άτομα σε χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Επιπλέον, λόγω της οικονομικής ύφεσης, η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί και τα έσοδα ενδεχομένως θα μειωθούν συμβάλλοντας περαιτέρω στην επιδείνωση της υγείας. Έτσι, η διατήρηση ή η ανάπτυξη δικτύων κοινωνικής ασφάλειας που υποστηρίζουν τον ευάλωτο πληθυσμό και η επένδυση σε ένα μοντέλο υπηρεσιών υγείας, το οποίο είναι κυρίως προσανατολισμένο στη δημόσια υγεία και στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, θα πρεπει να αποτελέσει προτεραιότητα.