Πώς θα είναι το νησί στη νέα εποχή; – Οι βίλες που έγραψαν ιστορία – Ο Βαλεντίνο και ο Ζάχος με το μεταξωτό φουλάρι – Ο αργαλειός Βιενούλας δίπλα στον Μπίλι Μπο
Το νησί της ανεμοδαρμένης τρέλας που υπέγραψε μαθήματα επιμόρφωσης για τον ελληνικό τουρισμό και όρισε νέο κεφάλαιο στη διασκέδαση, αγκαλιάζοντας τη σεξουαλική επανάσταση και τα ξέφρενα γλέντια, σήμερα ατενίζει αβέβαιο το μέλλον, αυτό το μέλλον που ορίζει ο κορωνοϊός μαζί με μάσκες, γάντια και δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον…
Μύκονος. Το νησί-υπερπαραγωγή, το «γλεντονήσι» των show-off celebrities, των super yachts και των ιδιωτικών τζετ, των λουσάτων πεντάστερων ξενοδοχείων και των trendy gourmet restos. Και ακόμη της ξαπλώστρας ρεζερβέ, της waiting list, της platinum πιστωτικής, της κοσμοσυρροής, του ολιγάρχη με το πούρο, του σεΐχη με τον ναργιλέ.
Mύκονος. Εκεί που στο μελτέμι του στροβιλίζονται Χολιγουντιανοί VIPs, hipsters, fashion freaks, party animals, επιβάτες κρουαζιερόπλοιων, μπάτλερ, σεκιουριτάδες, χαϊχλίδογλου νεόπλουτοι, μοντελοβίζιτες, shopping crowd, γαμήλιες δεξιώσεις, μπίζνες, τζίροι, «αέρας», real estate. Α, ναι, υπάρχει και το εκθαμβωτικό φυσικό τοπίο, η σπάνια ντόπια αρχιτεκτονική και η γνήσια κυκλαδίτικη παράδοση. Το κατάλληλο υλικό για μια ψευδαίσθηση νοσταλγίας και μια αυταπάτη επανοικειοποίησης του μέτρου.
Ωστόσο, μερικές χίμαιρες δεν μένουν πάντα ανεκπλήρωτες. Τώρα, που ήδη κουβεντιάζεται με πίκρα η προοπτική μιας χαμένης τουριστικής σεζόν, μπορούν να αναβιώσουν αναμνήσεις από περασμένες εποχές. Τότε που στις παραλίες η μία παρέα έβλεπε τη διπλανή της με το τηλεσκόπιο.
Είναι αδύνατον να γυρίσει κανείς τον χρόνο πίσω. Να προσεγγίσει μεμιάς πάλλευκες απάτητες παραλίες χωρίς αφράτες σεζλόνγκ, δροσερές σαμπανιέρες και σκιερές ομπρέλες. Να περπατήσει σε άδεια ασβεστωμένα σοκάκια δίχως συνωστισμό, ντεσιμπέλ και βιτρίνες πολυτελείας. Να επισκεφτεί ερημικά ταβερνάκια πλάι στο κύμα με υφαντό τραπεζομάντιλο, λούντζα και κοπανιστή.
Ακόμη κι αν διαθέτει το εμβληματικό αυτοκίνητο DeLorean από την ταινία «Επιστροφή στο μέλλον», το πολύ-πολύ, στη Μύκονο τουλάχιστον, να πάει έως την παραλία της Μερχιάς, της Φραγκιάς ή σε εκείνη της Βαθειάς Λαγκάδας, για να ψηλαφήσει κάτι από το δυσεύρετο πια μακρινό χθες.
Από τη δεκαετία του ’70 και μετά το Νησί των Ανέμων αναδύθηκε στον αφρό του Αιγαίου ως συνώνυμο του μαζικού τουρισμού. Είχε αφήσει πίσω του το τοπίο της καρτ-ποστάλ και της ειδυλλιακής γραφικότητας που στολιζόταν με τις θλιμμένες πόζες της πριγκίπισσας Σοράγιας και το φωτογενές glam της Τζάκι -Κένεντι τότε- με λευκό τσεμπέρι αλά Μαντώ Μαυρογένους σε ενσταντανέ πλάι στη «μασκότ», τον Πέτρο τον πελεκάνο. Οχι πως το νησί είχε εγκαταλείψει το συρτάκι, το φολκλόρ αλά Ζορμπάς, τα ρουμς του λετ, την γκρικ σάλατ και το καμάκι του γκρικ λάβερ.
Ωστόσο κάτι ο ήλιος, η Δήλος, οι παρθένες παραλίες, οι φτερωτές των μύλων, η Παραπορτιανή που λάτρεψε ο Λε Κορμπιζιέ και κυρίως η φιλόξενη ανεκτικότητα των φιλήσυχων κατοίκων είχαν δελεάσει τους υποψιασμένους κοσμοπολίτες, το κίνημα των χίπις, τους γυμνιστές και την γκέι ελευθεριότητα.
Η Μύκονος, άλλωστε, των 70s και 80s δεν ήταν η φαντασιακή αθώα παιδούλα των ονειροπαρμένων τουριστών. Ηταν το γοητευτικό και γεμάτο ενέργεια αγριοκόριτσο των Κυκλάδων που δεν χασμουρήθηκε ποτέ. Απελευθερωμένη, αλλά ποτέ σνομπ. Και όσο χρειαζόταν εκκεντρική, ανέμελη, καλόγουστη και μια στάλα αμαρτωλή σε μια πιο light εκδοχή του sex, drugs & rock ’n’ roll. Οι κραιπάλες ήρθαν αργότερα.
Με λάντζες και ψαροκάικα
Στα 70s για να φτάσει κανείς εκεί από τον Πειραιά ήθελε επτά, άντε οκτώ ώρες γεμάτες με μπουνάτσα. Το βαπόρι δεν έδενε στο λιμάνι, έμενε αρόδο και η μεταφορά των επιβατών γινόταν με λάντζες. Το αεροδρόμιο ήταν σχεδόν παράγκα με αεροδιάδρομο τυλιγμένο στις καλαμιές.
Στον Γιαλό με τα ψαροκάικα, φάτσα στα απλωμένα δίχτυα, τον κόσμο υποδέχονταν τραπέζια με φορμάικα και πολυθρόνες με το χρωματιστό πλαστικό καλώδιο, τα καφενεία του Κιούκα, του Κονταρίνη, του Νικήτα κ.ά. Συχνά τα βράδια γίνονταν εκεί τοπικά γλέντια με ντόπιους τσαμπουνιέρηδες. Στο Παλιό Λιμάνι, απέναντι στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα, στο τηλεφωνείο του ΟΤΕ υπήρχαν ουρές για «συνδιαλέξεις».
Το ίδιο και στον φούρνο του Γιώρα στη Λάκκα για χωριάτικες φραντζόλες. Γνωστές παραλίες ήταν ο Αγιος Στέφανος, ο Ορνός, με την οικογενειακή ψαροταβέρνα «Κωνσταντής» και ο Πλατύς Γιαλός, απ’ όπου ξεκινούσαν τα καΐκια για τις απρόσιτες -αν και υπήρχε μονοπάτι- σιμιγδαλένιες, μοναχικές αμμουδιές του Παραντάις ή της Ελιάς, με τη μοναδική ομώνυμη ταβέρνα.
Και βέβαια, η δημοφιλής Ψαρού ήταν η μοναδική παραλία τότε με ομπρέλες μπροστά στο εστιατόριο του Αγγελετάκη. Ο Φωκός ήταν απλώς αχαρτογράφητος σαν τη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ από τη Φάμπρικα πρόσφεραν στους επιβάτες και ένα έξτρα δωρεάν τουρ στον χωμάτινο γύρο του θανάτου πριν τους κατεβάσουν στον Αγιο Ιωάννη, αλλιώς Διακόφτι. Τι τα θέλετε, μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια άλλη Μύκονος…
Ο Βαλεντίνο και ο Ζάχος με το μεταξωτό φουλάρι
Ηταν η πατρίδα της μποέμ Αννας Βέλτσου με τα πάρτυ, τους επώνυμους καλεσμένους και τα ταγκό του Τάκη Χορν με την Αννα Γουλανδρή στη βεράντα του σπιτιού της, κοντά στο λιμάνι. Το άνυδρο νησί όπου ο Βαλεντίνο αγόραζε παντελόνια από το ντόπιο κατάστημα ενδυμάτων του Ιωσήφ Σαλάχα, ενώ ο bon vivant Ζάχος Χατζηφωτίου με μεταξωτό φουλάρι κουβέντιαζε με τους ψαράδες αγκαζέ με ξανθή καλλονή.
Στον ίδιο τόπο σύχναζε το παλιό χρήμα και οι βεριτάμπλ κοσμοπολίτες. Οπως ο βιομήχανος Δημήτρης Καρέλλας της κλωστοϋφαντουργίας Αιγαίον με τις θρυλικές μαζώξεις στα ντεκ της θαλαμηγού του «Βig D», o Λεωνίδας Κανελλόπουλος της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν και ο Σπύρος Μεταξάς της ποτοποιίας του ομώνυμου μπράντι. Στα θαυμάσια σπίτια των τελευταίων κατέφταναν ινκόγκνιτο για φιλοξενία διεθνείς προσωπικότητες.
Το ίδιο συνέβαινε τακτικά με εγχώριους διανοούμενους στο αρχοντικό στην πλατεία Αγίας Κυριακής του παρκετοβιομήχανου Αλέκου Μελετόπουλου και της χορογράφου συζύγου του Λίας. Και όλοι αυτοί, κομψοί, καλλιεργημένοι, κοσμογυρισμένοι, όπως ο εφοπλιστής Γιάννης Θεοδωρακόπουλος του «Κάραβελ» και ο γιος του Τάκης, μετέπειτα γνωστός ως sir Taki, διεθνής jet setter και αρθρογράφος του «Spectator», ο καρδιοκατακτητής Φοίβος Ραζής, ο ραλίστας Νίκι Φιλίνης, ο πολιτικός Νανάς Τσαλδάρης με την κόρη του Μάουζι, η εφοπλίστρια Λουκία Λαιμού, ο Αλέκος Καραμανλής, ο εκδότης της εφημερίδας «Φως των Σπορ» Θεόδωρος Νικολαΐδης, βρίσκονταν περικυκλωμένοι από ένα πολύχρωμο τσούρμο με χαϊμαλιά, σανδάλια, σαλβάρια.
Ο αργαλειός Βιενούλας δίπλα στον Μπίλι Μπο
Η αμερόληπτα επιεικής Μύκονος εκείνα τα φεγγάρια τα εξισορροπούσε όλα με επιδέξια μαεστρία. Εφερνε κοντά και τον αργαλειό της Βιενούλας και τα υφαντά της Μαρουλίνας με την μπουτίκ του Παρθένη και το ατελιέ του Γαλάτη.
Ταίριαζε τα λαϊκά καταστήματα σουβενίρ με τη μικρή γωνιά υψηλής μόδας του Μπίλι Μπο, ο οποίος έφερε εκεί τη νεαρή Μιμή Ντενίση για επίδειξη της κολεξιόν του. Συνδύαζε τα σικ ξενοδοχεία «Ξενία» και «Λητώ» με τη στρωματσάδα στις ταράτσες και το κοινοβιακό κάμπινγκ με ηλεκτρισμό από γεννήτρια στο Καλαµοπόδι, μετέπειτα Παραντάις, του Φρέντυ Δακτυλίδη.
Συγχώνευε τις comme il faut φορεσιές με τους ηλιοκαμένους γυμνιστές που δήθεν προσέβαλλαν τη δημόσια αιδώ με την απειλή «τσίτσιδος, γιου πρίζονυ». Και φυσικά, έδενε τα εκλεκτά εδέσματα του Φιλιππή Κοντιζά -που άνοιξε ένα εστιατόριο σωστή όαση στον μπαξέ του πατέρα του- και της Ειρήνης Τόγια, γνωστής ως «Ρένα της Φτελιάς», με τα πιτόγυρα ταπεινών σουβλατζίδικων στη Χώρα. Νο πρόμπλεμ. Ολοι στο ίδιο καζάνι, αλλά ποτέ νερόβραστοι. Και ταυτόχρονα υπέγραφε μαθήματα επιμόρφωσης για τον ελληνικό τουρισμό. Αλλά εκεί που έγραψε πραγματικά ιστορία ήταν στη διασκέδαση.
Τι θα ήταν η Μύκονος χωρίς την ενσωμάτωση της σεξουαλικής επανάστασης της εποχής, την ξέφρενη διασκέδαση και την υιοθέτηση της γκέι κοινότητας κανείς δεν ξέρει.
Πρωτοστάτησε και πρωτοτύπησε στο κεφάτο κλάμπινγκ σε σχεδόν ασφυκτικούς χώρους προτού πάρουν χαμπάρι το concept οι απανταχού της Γης θερινοί ανταγωνιστές του. Ηταν το «Seven Sins» στο ισόγειο του σπιτιού του Γιάννη Γαλάτη, οι θρυλικές πλέον «Εννέα Μούσες», που άνοιξε ο Κώστας Ζουγανέλης, το συναρπαστικής θέας «Ράντζο» του Μάκη και της Πάολας Ζουγανέλη, το «Aleko’s Bar», το «Windmill», το γκέι μπαράκι «Eugene’s», το «Irish Bar», το κλασικό πια «Skandinavian Bar», το «Thalami» στον Γιαλό, που έπαιζε μόνο μερακλίδικα ελληνικά, το «Mykonos Bar», γνωστή «καματερή» για Σκανδιναβές με καυτά σορτσάκια, η «Αργώ» με τις ροκιές της. Τα μουσικά στέκια από καμιά 20αριά αρχικά έγιναν σύντομα 50 και βαθμιαία 120.
Ηταν τότε που όλο το «κόλπο» παιζόταν στη Χώρα, πολύ πριν τα all day μαγαζιά των παραλιών κρατήσουν τον κόσμο εκεί. Καπάκι ήρθε η «Βεγγέρα» των αδελφών Θεοδωρόπουλου για να ανατινάξει την αύρα του ξεφαντώματος -ειδικά όταν έκλειναν οι πόρτες και πάτωμα με ταβάνι γινόταν ένα από τα χορευτικά χοροπηδητά-, με μπάρμαν τον Αλέκο Συσσοβίτη και DJ στα ντεκ τον Γιάννη Κλεισούρα.
Ωστόσο, αυτό που άλλαξε τον χάρτη της αέναης ζωντάνιας και έγινε η διεθνής ατραξιόν του νησιού ήταν το μυθικά ξεσαλωματικό γκέι μπαρ «Piero’s», που έστησαν στα πρώιμα 70s ο ψαράς Ανδρέας Κουτσούκος και ο Ιταλοαμερικανός ζωγράφος και ντεκορατέρ Πιέρο Αβέρσα, ο οποίος κυκλοφορούσε ημίγυμνος, με παρεό από τη μέση και κάτω, μέρα νύχτα.
Στο στέκι έγινε το σύστριγγλο. Ολες οι γκέι φυλές του κόσμου προσέτρεχαν εκεί σαν για προσκύνημα και απαξάπαντες οι στρέιτ για βάπτισμα στη σαγηνευτικά απενοχοποιημένη διασκέδαση. Στα πλατό με προχώ ροκ μουσικές βρισκόταν για ένα φεγγάρι ο Αντώνης Μακραντώνης, που έγραψε το βιβλίο «Μύκονος – Μία μυθολογία».
Πίσω από την μπάρα σέρβιραν δύο στρέιτ παλικάρια, ο Σάκης Αχτύπης από τη Φωκίωνος Νέγρη και ο Μυκονιάτης Γιώργος Σουρλάγκας, που αργότερα έγινε επιχειρηματίας της εστίασης στο νησί, ενώ παρά πόδα βρισκόταν η περιβόητα οξύθυμη φωνακλού και με μπόλικο αρσενικό τσαγανό Βαγγελιώ Συριανού.
Ενα βράδυ η τελευταία τις έβρεξε κανονικά στον διάσημο Βαλεντίνο όταν αυτός έκανε μια κακόγουστη πλάκα σε βάρος μιας ηλικιωμένης περαστικής. Απέξω ο σύντροφος του διάσημου Ιταλού σχεδιαστή Τζιανκάρλο Τζιαμέτι συζητούσε αμέριμνος και cool με την ντιζάινερ Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ και τον μαύρο πανύψηλο διευθυντή μόδας της «Vogue» Αντρέ Λίον Τάλεϊ, ενώ ο φωτογράφος Φερνάντο, με στυλ παπαράτσο, τους απαθανάτιζε.
Εν τω μεταξύ, ο Κουτσούκος είχε εγκαινιάσει το διπλανό καφέ-μπαρ «Μαντώ» με αντίστοιχους θαμώνες και η χλαπαταγή απογειώθηκε. Κατέφτασε και το «City» με καλομακιγιαρισμένες περσόνες drag queens σε ένα θεατράλε σόου, με μιμήσεις, φτερά, πούπουλα, διχτυωτά καλσόν και γόβες-πλατφόρμες, με επικεφαλής τον Λεν, ο οποίος ανέβασε ψηλότερα τον πήχη του ανταγωνισμού με τους γνωστούς Νεοϋορκέζους Κάρλος και Τζακ, που έδιναν τη δική τους παράσταση πάνω στον πάγκο του μπαρ «Piero’s».
Πύκνωσαν αυτομάτως και τα τσάρτερ που έφταναν από Νέα Υόρκη και Σαν Φρανσίσκο, φορτωμένα τραβεστί που περιπλανιόντουσαν φανταχτεροί στα σοκάκια με τις αμέτρητες εκκλησιές. Τα vibes της ΛΟΑΤ κοινότητας των τουριστών άναψαν. Και μετά, ήρθε η κατραπακιά. Εφτασε με ολέθριες συνέπειες το AIDS, για να κόψει τη φόρα αυτής της φαντασμαγορικής και πολύχρωμης εξτραβαγκάντσας.
Ξεθύμανε και το χίπικο κίνημα, η ελευθεριότητα κόπασε, αλλά η ευπροσάρμοστη Μύκονος είχε χτίσει τον μύθο της. Είχε γίνει διεθνώς μόδα. Και οι μόδες, παρότι έρχονται και παρέρχονται, κάποτε επανέρχονται. Αλλά και αυτό τον πήχη τον πέρασε και έγινε all time classic. Το κάμπινγκ, πάντως, μεσουρανούσε, παρότι η παλιά φουρνιά σταδιακά αποχωρούσε. Την αντικαθιστούσε ήδη η γενιά του glossy lifestyle και της ευημερούσας νέας επιχειρηματικής δραστηριοποίησης.
Και όσο τα εισοδήματα αβγάτιζαν, βαθμιαία μετακινήθηκαν από τα αξιοπρεπή καταλύματα στο «Καρμπονάκι», στο «Αναστάσιος-Σεβαστή», στο «Κουνενή» προς το «Ρόχαρη», το «Μπελβεντέρε», την «Ανδρομέδα» και αργότερα στη «Santa Marina» του Ηλία Παπαγεωργίου, στο «Cavo Tagoo» ή στο Mykonos Blu, ενώ οι πιο φαν έψαχναν οικόπεδα για να χτίσουν τα δικά τους σπίτια.
Η ανεμελιά, πάντως, δεν έλειπε. Ηταν η χρονική στιγμή που ο Πάνος Ζήνας κυκλοφορούσε, προ κατασκευής του περιφερειακού, με κατάλευκη Cadillac των 60s -την οποία ο επόμενος ιδιοκτήτης έβαψε ροζ-, ο Παύλος Εμμανουήλ με Harley Davidson και ο Ερρίκος Πετιλόν με καλλίγραμμα μοντέλα. Ανοιξε το 1984 το «Caprice» από τον Νίκο Γρυπάρη με υπέροχη θεά στο δειλινό και την Αλευκάνδρα και δύο χρόνια αργότερα το «Sea Satin» στη σκιά των ανεμόμυλων.
Κατέφτασαν με τη σειρά τους και τα «Αστρα», διακοσμημένα διά χειρός του πασίγνωστου σχεδιαστή Μηνά. Τα άνοιξε το 1987 με μεράκι στα Τρία Πηγάδια ο Μπάμπης -που στην πραγματικότητα λέγεται Χαρίλαος- Πασάογλου μετά από μικρή θητεία στο «Ibiza Bar». Ψηλός, με μακριά μαλλιά, γαμψή μύτη και πλατύ χαμόγελο, φορώντας πουκάμισα με κεντήματα και χειροποίητες δερμάτινες ζώνες -που έφτιαχνε και πουλούσε στο μικροσκοπικό μαγαζί στη Μύκονο ο Τέρης-, συνόψιζε ως φιγούρα το εναλλακτικό παρελθόν με το μοντέρνο παρόν στη διασκέδαση του νησιού.
Πολύ προτού ανοίξει απέναντι η μαζική καφετέρια «Αίγλη», τα «Αστρα» είχαν καθιερωθεί ως εμβληματικό hot spot. Στο ίδιο τραπέζι που στις 4 το απόγευμα με κλειστές τις πόρτες έπαιρνε πρόγευμα με ψητό -παραγγελία- γαύρο και βότκα ο Κιθ Ρίτσαρντς -φορώντας μαύρη δερμάτινη καμπαρντίνα σε θερμοκρασία 35 βαθμών υπό σκιάν-, εκεί το ίδιο βράδυ στην ίδια καρέκλα μπορούσε να καθόταν με κίτρινο σακάκι ο βουλευτής Μάκης Γιακουμάτος.
Η σύνθεση των επισκεπτών του νησιού άλλαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μπορεί ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής να έμενε έναν μήνα το καλοκαίρι στη βίλα του Θεόδωρου Νικολαΐδη στον Ορνό -και περιστασιακά στο μικρό ξενοδοχείο της οικογένειας του ντόπιου γραμματέα του, από τα χρόνια του Παρισιού, Θόδωρου Χαριτόπουλου και πάλι στον Ορνό-, αλλά στο ευρύτερο πεδίο προσγειώνονταν ανθηροί «πεζοναύτες».
Οι βίλες που έγραψαν ιστορία
Στα υπέροχα ιδιόκτητα σπίτια του εκδότη της «Γυναίκας» Αρη Τερζόπουλου και του Βαγγέλη Τσαγγάρη ήρθαν να προστεθούν καλαίσθητες νέες βίλες. Στα Χουλάκια αυτή του Πέτρου Κωστόπουλου, στον Τούρλο του Αντώνη Λυμπέρη, στη Φτελιά του Λάκη Γαβαλά. Παρότι και οι τρεις βίλες βγήκαν αργότερα στο σφυρί, οι ιδιοκτήτες τους χάρισαν, με τον τρόπο του ο καθένας, παλλόμενο σφυγμό ζωντάνιας στο νησί.
Αντίσταση στον Παπαθεμελή!
Η Μύκονος είχε μπει ορμητική στα 90s και δεν κώλωνε στα «ωράρια Παπαθεµελή» και τα αυτόφωρα. Το «Yacht Club» στο νέο λιμάνι βούλιαζε μέχρι το ξημέρωμα από τη μυημένη στην αντίσταση πολυκοσμία, που δονούνταν στον ρυθμό του «Relax, don’t do it». Αλλες εποχές, άλλες συνήθειες, νεότερα κόλπα.
Με το μικρό Κυκλαδονήσι να εισάγεται παράφορα σχεδόν στην υπερβολή και την πλησμονή. Με φώτα, κάμερες, φλας, πασαρέλες, πριβέ ντινέ, επιδεικτικά σουλάτσα και επώνυμα brands. Με ανεγέρσεις φαραωνικών ξενοδοχείων και κλαμπ-διαστημόπλοιων. Με νεοπλουτέ κιτς επαύλεις στα Κανάλια, στην μπούκα του βοριά, με πισίνες που σήκωναν πιο πολύ κύμα απ’ όσο εκείνο στο οποίο πλανάριζαν οι σέρφερ της Φτελιάς.
Με μαζική εισβολή τηλεπερσόνων και πάσης φύσεως «γλάστρες» της ιδιωτικής TV, με άτσαλη επέλαση ορδών του διακοποδάνειου, με άγαρμπη ξιπασιά που μετριόταν με το τετραγωνικό μέτρο αυθαιρεσίας. Ολοι είχαν δικαίωμα στο όνειρο, υπό τους ήχους των σιγουρατζίδικων σουξέ της Βίσση, της Βανδή, του Ρέμου.
Εστω κι αν δεν σάλταραν σαν σελέμπριτι από κότερο σε κότερο. Ο κορεσμός πλησίαζε. Με αποκορύφωμα την πυρετώδη έκρηξη του Χρηματιστηρίου, όπου συνωστισμένοι σε διπλανές ξαπλώστρες με κιρ ρουαγιάλ στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο ευυπόληπτοι επιχειρηματίες, λαμόγια, νταραβερτζήδες και «μαρίδα» έδιναν -κραυγάζοντας- εντολές που αντιλαλούσαν από την Αλεομάνδρα ως τη Ρήνεια και από την Ανω Μερά ως το Δραγονήσι.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία. Η Μύκονος της πάστρας και της ξερολιθιάς τη χώνεψε κι αυτή την παράκρουση. Και την αντιστάθμισε με τον νεωτερισμό και τη φινέτσα της. Οπως ακριβώς με την εξωστρέφειά της καπάκωσε τη χρεοκοπία, τη λιτότητα, τα μνημόνια.
Και έγινε πανάκριβη, απλησίαστη για τα ντόπια βαλάντια. Ισως με την κρίση της πανδημίας να πέσουν κάπως οι τιμές και να αραιώσει η πήχτρα. Αλλά γεύματα ή δείπνα με χταποδάκι στη θράκα συνοδεία ούζου και παραδοσιακές μόστρες, παΐδα, μπούμπουλο, τυροβολιές και μελένια ραφιόλια μέσα στο τζακούζι «δεν λένε». Πόσο μάλλον με μάσκα και δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Αλλά είπαμε, το παρελθόν είναι ένας άλλος τόπος, ονειρικός ή πρωτόγονος αδιάφορο. Ακόμη και για έναν αιώνια επίγειο παράδεισο, όπως πλασάρεται σε όλο τον ντουνιά, η «Μύύύύύκονοοοοος»!