Η οδός Λυκούργου είναι η πρώτη κάθετη που βρίσκεις στον πεζόδρομο της Αιόλου όταν περπατάς από τη Σταδίου προς την πλατεία Κοτζιά. Εκεί, δίπλα στο τσοντοσινεμά «Αβέρωφ», βρίσκεται εδώ και 90 χρόνια το πιο παλιό παιχνιδάδικο της Ελλάδας: ένα μικρό, γωνιακό μαγαζί που λέγεται «Παιχνίδια Δαμίγος». Ο Αντώνης Δαμίγος ήρθε από τη Σαντορίνη το 1925 και άνοιξε ένα μαγαζί που κατάφερε να επιβιώσει όλα αυτά τα χρόνια, παρόλο που πέρασε Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Εμφύλιο και όλες τις δυσκολίες που έζησε το ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Στην αρχική του μορφή πουλούσε κυρίως σκελετούς γυαλιών και μερικά παιχνίδια (δεν κυκλοφορούσαν και πολλά παιχνίδια εκείνη την εποχή), αλλά επειδή η πρώτη ύλη για τους σκελετούς των γυαλιών ήταν από τη Γερμανία, ο παππούς Δαμίγος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους κατακτητές, κι έτσι από τη δεκαετία του ’40 το μαγαζί έγινε καθαρά παιχνιδάδικο.
Με μεγάλη δόση νοσταλγίας μάς δείχνει τα ξεχωριστά παιχνίδια που βρίσκεις μόνο εκεί πια, όπως τα απίθανα ξύλινα παιχνίδια «Κουβαλιάς» που έχουν σταματήσει να κατασκευάζονται εδώ και οκτώ χρόνια γιατί το εργοστάσιο έκλεισε. «Τα έβρισκες στο Harrods του Λονδίνου, στα πιο καλά μαγαζιά της Νέας Υόρκης και του Παρισιού» μας λέει. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Και στα παιχνίδια, και στους ανθρώπους και στο κέντρο της Αθήνας, που σταδιακά έχασε την παλιά του αίγλη. Το μαγαζί, όμως, βρίσκεται σταθερά στο ίδιο σημείο και βλέπει τους παλιούς πελάτες του να έρχονται πια με τα παιδιά και τα εγγόνια τους για να τους αγοράσουν παιχνίδια. Πιο σύγχρονα, «γιατί στο μεταξύ τα παιχνίδια εξελίχθηκαν, εμπλουτίστηκαν με νέα υλικά, πλήθυναν, εξηλεκτρίστηκαν, πέρασαν στην εποχή της πληροφορικής.
Τα παιδιά έγιναν πιο απαιτητικά, οι γονείς ενημερώθηκαν, οι κανόνες ασφαλείας εντάθηκαν». Πολλές φορές έρχονται για να αγοράσουν κάποιο παιχνίδι για τους ίδιους – γιατί τα παιχνίδια του μαγαζιού δεν είναι μόνο για παιδιά. Στο γωνιακό μαγαζί με τις εντυπωσιακές βιτρίνες, στο οποίο είναι αδύνατον να μη σταθείς να χαζέψεις (παλιότερα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακές), οι περισσότεροι που μπαίνουν είναι συλλέκτες που ψάχνουν τσίγκινα παιχνίδια, ακριβές και σπάνιες κούκλες, μολυβένια στρατιωτάκια, ξύλινα κουτιά.
Η Μυρτώ και η Μαρίνα είναι η τρίτη γενιά ιδιοκτητών του μαγαζιού. Ο πατέρας τους κ. Νίκος Δαμίγος που διαδέχτηκε τον παππού τους πρόσφατα πήρε σύνταξη και αυτές σήμερα πολεμούν να τα βγάλουν πέρα μέσα στις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί. «Το μαγαζί έχει περάσει πολύ καλές εποχές, αλλά τα τελευταία έξι χρόνια είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα» μας λέει ο κ. Βασίλης Καλογερόπουλος που ήταν συνεργάτης του πατέρα τους και εξακολουθεί να δουλεύει στο παιχνιδάδικο. Με μεγάλη δόση νοσταλγίας μάς δείχνει τα ξεχωριστά παιχνίδια που βρίσκεις μόνο εκεί πια, όπως τα απίθανα ξύλινα παιχνίδια «Κουβαλιάς» που έχουν σταματήσει να κατασκευάζονται εδώ και οκτώ χρόνια γιατί το εργοστάσιο έκλεισε. «Τα έβρισκες στο Harrods του Λονδίνου, στα πιο καλά μαγαζιά της Νέας Υόρκης και του Παρισιού» μας λέει. «Δείτε φινίρισμα, εκπληκτική δουλειά…». Τα ξύλινα παιχνίδια «Κουβαλιάς» είναι μερικά από όσα αναζητούν οι συλλέκτες φανατικά και είναι ίσως το μόνο μέρος όπου μπορεί να τα βρει ακόμα κανείς από πρώτο χέρι, καινούργια. «Τα παιδιά θέλουν ό,τι βλέπουν στην τηλεόραση. Για ένα διάστημα είχαν απαγορεύσει τις διαφημίσεις παιχνιδιών μέχρι τις 10 το βράδυ κι έτσι πουλάγαμε παιχνίδια που προτείναμε στους γονείς. Τώρα, όταν παίζουν συνέχεια σφήνες με διαφημίσεις παιχνιδιών, το παιδάκι, άμα δει κάτι, θα το ζητήσει. Και χωρίς να ξέρει τι είναι». Πηγή: www.lifo.gr
Μας ξεναγεί στα υπόλοιπα, ξεχωριστά παιχνίδια του μαγαζιού: τις γερμανικές κούκλες-χελώνες που απευθύνονται μόνο σε συλλέκτες. «Δεν είναι για παιδιά», μας λέει, «γιατί είναι πολύ ακριβές και εύθραυστες, αλλά είναι υπέροχες κούκλες κι ας απευθύνονταν πάντα σε ανθρώπους που είναι ευκατάστατοι. Είναι φτιαγμένες από ένα υλικό σαν ταρταρούγα και τις λένε έτσι από το γερμανικό Schildkröte, που σημαίνει χελώνα. Πρόσφατα μας έφερε μια κυρία και μας έδειξε μια κούκλα-χελώνα με τρύπα στο κεφάλι από σφαίρα. Έμενε σε ένα από τα σπίτια στα οποία είχαν πέσει σφαίρες στα Δεκεμβριανά και μία είχε περάσει από το κεφάλι της κούκλας και το είχε τρυπήσει, χωρίς να το σπάσει». Μας δείχνει τη σφραγίδα αυθεντικότητας που υπάρχει πίσω στον λαιμό της καθεμίας. «Παλιά έγραφε τους πόντους και ανάλογα πήγαιναν και οι τιμές» μας εξηγεί. Μας μιλάει για την ελληνική παραγωγή τσίγκινων παιχνιδιών που έχει εδώ και χρόνια εξαφανιστεί και μπορείς να δεις πια σε μουσεία και σε μια έκδοση που έγινε πριν από μερικά χρόνια για το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι (εκδόσεις Gramma). «Τα τσίγκινα που μπορείς να βρεις δεν είναι ελληνικά πια, είναι είτε γερμανικά, που κάνουν από 38 ευρώ και πάνω, είτε κινέζικα − έχουν πάρει τα καλούπια από τους Γερμανούς και τα φτιάχνουν στην Κίνα. Οι τιμές των κινέζικων είναι πολύ πιο χαμηλές. Τα μολυβένια στρατιωτάκια είναι αγγλικά, από το κράμα που τα έφτιαχναν παλιά, πάντα για μεγάλους ανθρώπους και όχι για παιδιά». Στη βιτρίνα υπάρχουν οι κούκλες Adora από βινύλιο, που είναι μάλλον το πιο ακριβό από τα παιχνίδια του μαγαζιού. «Τις φτιάχνει σε περιορισμένο αριθμό μια Αμερικάνα, σε 300 κομμάτια την καθεμία, αριθμημένα. Φτιάχνει κούκλες από διάφορες εθνικότητες, με παραδοσιακές στολές. Αυτές είναι από την Γκάνα, την Καμπότζη, την Κένυα. Το μαγαζί έχει διάφορες κούκλες, αλλά κλασικές, όχι τις άσχημες που έχουν κατακλύσει την αγορά, με φορέματα που δεν προσβάλλουν την αισθητική».
Ρωτάω τη Μυρτώ πόσο κακό έχει κάνει το ηλεκτρονικό παιχνίδι στα παραδοσιακά παιχνίδια. «Από τότε που ήμουν μικρή, που είχαν βγει τα πρώτα ηλεκτρονικά, θεωρούσαν ότι κάνουν κακό. Νομίζω ότι είναι θέμα των γονιών πώς θα το χειριστούν αυτό. Δεν γίνεται να μην έχεις το ηλεκτρονικό γιατί είναι μέρος της ζωής σου, αλλά πρέπει να δίνεις στα παιδιά και άλλα ερεθίσματα. Γι’ αυτό υπάρχουμε εμείς εδώ και δίνουμε άλλου είδους λύσεις. Θα παίξει, δηλαδή, το παιδί το ηλεκτρονικό, αλλά να φτιάξει και κάτι με τα χέρια. Πρέπει να ασχοληθεί και ο γονιός με το παιδί, το παιχνίδι είναι ένα σύνολο πραγμάτων. Όλα χρειάζονται. Πολλοί έρχονται και λένε: “Δεν παίζει με τίποτα το παιδί, είναι όλη την ώρα μπροστά στην τηλεόραση”. Μα, αν δεν του δώσεις το έναυσμα, το ερέθισμα, παίζοντας λίγο μαζί του, τι να κάνει το παιδάκι;». «Εσύ με τι έπαιζες μικρή;». «Έπαιζα πάντα με παζλ, που ακόμα κάνω, χειροτεχνίες, που ακόμα κάνω, και ήθελα και την Μπάρμπι μου. Λίγο απ’ όλα». «Ποιος είναι ο πελάτης σας;». «Δεν έρχονται πολλές οικογένειες με παιδιά, αν εξαιρέσουμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα» λέει ο κ. Βασίλης. «Έρχονται μεγάλοι. Μια κυρία που ήρθε πριν από λίγο μου είπε: “Τόσα χρόνια περνάω από τον δρόμο, δεν σας είχα προσέξει ποτέ”. Μου έκανε εντύπωση γατί είμαστε σχεδόν εκατό χρόνια εδώ! Ωραίο είναι όταν έρχονται δεύτερες και τρίτες γενιές και παίρνουν από εδώ παιχνίδια. Έχω κάποιον που ερχόταν παιδάκι με τη μάνα του και τώρα έρχεται με τον γιο του. Κυρίως όμως έρχονται συλλέκτες, μεγάλοι, που παίρνουν τα τσίγκινα, τα παλιομοδίτικα, τα μολυβένια στρατιωτάκια. Μπαίνουν άνθρωποι για να πάρουν κάτι για το παιδί τους και βλέπουν τα παιχνίδια που έπαιζαν μικροί, όπως τα ξύλινα του Κουβαλιά, και καταλήγουν να παίρνουν για τους ίδιους. Έχει τύχει να συγκινηθούν και να τους πιάσουν τα κλάματα».
«Υπάρχουν παιχνιδάδικα που η ποιότητα των παιχνιδιών τους δεν έχει σχέση με των δικών μας, αλλά υπάρχουν μεγάλα καταστήματα που φέρνουν καλά πράγματα» λέει η Μυρτώ. «Δεν μπορείς όμως να τα συναγωνιστείς. Φέρνουν εταιρείες που τις έφερνα κι εγώ αλλά τις σταμάτησα, γιατί αυτοί φέρνουν από την Κίνα 1.000 κομμάτια από ένα είδος και το πληρώνουν 50 λεπτά κι εγώ φέρνω δέκα και το πληρώνω σε τετραπλάσια τιμή. Κι άντε να εξηγήσεις στον πελάτη όλο αυτό το πράγμα όταν σε ρωτάει γιατί αλλού είναι πιο φτηνά. Οπότε αναγκάζομαι να κόβω εταιρείες. Ο μπαμπάς μου μας έμαθε να προσέχουμε την ποιότητα και το τι φέρνουμε, να μην κάνουμε απερισκεψίες και του κεφαλιού μας. Εδώ είναι το σπίτι μου, δεν διανοούμαι να κάνω κάτι άλλο».