Συντάκτης: Κυριακή Μπεϊόγλου
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει πού θα γεννηθεί η ελπίδα. Και καθώς όλοι κάπου τη συναντούν, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, μπορούν να λένε πως τη βρήκαν στον τόπο τους. Εγώ τη συνάντησα σήμερα σε μία φωτογραφία. Θυμάμαι πως ψιθύρισα: «Αυτή είναι!» Μου χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να την αναγνωρίσω.
Μια σκηνή σε καταυλισμό, και μέσα μια γυναίκα με μαντίλα κοιτάζει με το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου ένα μωρό που κοιμάται ήρεμο, καλά τυλιγμένο, μέσα σε ένα καφάσι. Το φως έχει αλλάξει, ο αέρας έχει κοπάσει, το κρύο του χειμώνα έγινε ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Πώς τα κατάφερε; «Από ποιο μαγικό αστέρι είδε το φως»; Μας έκανε να χαμογελάσουμε, να πούμε στον διπλανό μας: «Κοίτα! Κοίτα την πιο όμορφη φωτογραφία των γιορτών!»
Θυμάμαι πως άλλη μια φορά «συνάντησα» την ελπίδα, στον Βόλο, μια νύχτα κρύα, μια νύχτα σαν τη σημερινή των γιορτών. Ηταν βέβαια σε άλλη ηλικία. Πήγαινα τυλιγμένη με κασκόλ και χοντρό πανωφόρι να βρω ντόπιους φίλους που με περίμεναν σε ένα μπαρ. Ο δρόμος άδειος αλλά φιλικός, με τα λαμπιόνια και τα στολισμένα μαγαζιά του. Εκείνος στεκόταν κάτω από έναν φανοστάτη που πάνω του ένα άστρο από νέον αναβόσβηνε.
Με σταματά. Βλέπω τα γένια, το ντύσιμό του, κάνω να βγάλω λίγα χρήματα από την τσάντα μου. «Οχι, όχι…», λέει αμέσως, «απόψε, κυρία μου, είστε τόσο όμορφη που φωτίζετε τη νύχτα, αυτό ήθελα να σας πω!». Και με μια κίνηση γεμάτη χάρη βγάζει ένα λουλούδι από την τσέπη του και μου το δίνει! Με αποχαιρέτησε ευγενικά και έφυγε.
Εντυπωσιασμένη, το αφηγήθηκα στην παρέα που με περίμενε. Κούνησαν το κεφάλι καταλαβαίνοντας. «Συνάντησες τον Φώτη, σου έδωσε λίγο από το φως του!» μου λένε χαμογελώντας. «Ποιος είναι ο Φώτης;» «Είναι ο άνθρωπός που αγαπάμε όλοι, οι στρυφνοί και οι καλόβολοι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι μας! Μένει σε μια σπηλιά, ζει με ελάχιστα, και όσα κερδίζει τα μοιράζει σε όσους έχουν ανάγκη. Ο Φώτης έχει μια μαγική ικανότητα να μας κάνει να νιώθουμε περισσότερο άνθρωποι. Βγάζει τον καλύτερό μας εαυτό!»
Λίγες μέρες πριν γεννηθεί ο «μικρός Χριστός» στον καταυλισμό της Μόριας, μιλούσα με τη φίλη από τον Βόλο. Πέθανε ο Φώτης, μου είπε. Σκέφτομαι τώρα, πως μια νύχτα του χειμώνα, μπορεί να συναντήσεις έναν άνθρωπο ξεχωριστό, που θα σου δώσει λίγη από τη λάμψη του.
Σαν το μωρό σήμερα, που μας έδωσε ελπίδα μέσα από μια μικρή πλαστική σκηνή, κι ας ζει εκεί, στις μπόρες του χειμώνα και στις δυνατές ριπές του βοριά. Κλείνω το κείμενο αυτό με την ευχή να φτάσει η φωτογραφία του νεογέννητου πρόσφυγα παντού στον κόσμο. Και με ένα χαμόγελο, καθώς θυμάμαι τη φράση της φίλης πριν κλείσουμε το τηλέφωνο: «Εφυγε ο Φώτης, εμείς μπορεί να τον ξεχάσουμε, αλλά να ξέρεις… αν υπάρχει Θεός, θα τον έχει βάλει να κάθεται εκ δεξιών του!»