Αφιέρωμα της Lifo.gr
Kάθε πόλη στην Ελλάδα έχει τη δική της «Μινέρβα». Εμείς στο Βόλο την έχουμε πάνω στην περαντζάδα της παραλίας, καίρια στο πιο ζηλευτό κομμάτι της, στην καρδιά της κοσμοσυρροής, στα πόδια της πιο όμορφης παλιάς πολυκατοικίας της πόλης.
Η «Μινέρβα» είναι ζαχαροπλαστείο, είναι καφέ, είναι ανοιχτή όλη μέρα κι όλη νύχτα, είναι και ποτάδικο, κυρίως, όμως, είναι μνήμη, είναι η ιστορία όλων μας, του μπαμπά, της μαμάς, η δική μου, εσχάτως και του γιου μου. Η «Μινέρβα» δεν πεθαίνει και δεν αγχώνεται μήπως την κλείσουν οι καιροί. Μόνη αποφασίζει τη ζωή και το θάνατό της, ψηφίζοντας υπόγεια και σταθερά πάντα το πρώτο.
Δίπλα της ανοίγουν αλυσίδες, με δυνατές μουσικές, με χρωματιστά λογότυπα, με ταμπέλες που τυφλώνουν το μάτι και σε σέρνουν απ’τη μύτη, με ντιζάιν καναπέδες και λαχταριστούς φρέντο. Όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου».
Η «Μινέρβα» έχει τέντες που λυσσομανάνε με το θαλασσινό αεράκι, πολλά τραπέζια, καμία αισθητική ανησυχία. Κάποτε έκανε ανακαίνιση, αλλά πίσω από τις καινούριες μπανκέτες, πάλι νομίζεις ότι από κάπου θα προβάλλει ο Κωνσταντάρας με τον Δαλιανίδη, πάλι η sixties μυρωδιά ξετρυπώνει από το ψυγείο-προθήκη, τα κάδρα στους τοίχους, τα παλιά γκαρσόνια που θαρρείς θ’αφήσουν εδώ τα κόκαλά τους, τα ίδια από τα βάθη του χρόνου, μόνο που τώρα μοιάζουν λιγότερο γκλαμ, λιγότερο café de Paris. Όσο κι αν έψαξα την ιστορία της, τίποτα συνταρακτικό δεν βρήκα στο βιογραφικό της.
Μόνο μια μετακόμιση, δυο στενά πιο κεντρικά. Λαϊκός καφενές με μπιλιάρδα στις αρχές του περασμένου αιώνα, πέρασε στην αστική café society μόλις έπιασε παραλία, ωστόσο ποτέ δεν έκανε κάστινγκ στην πελατεία της. Όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου».
Καθότι, πώς φούρνου με τόση σοκολατένια σαντιγί γύρω τριγύρω; Η «Μινέρβα» είναι ζαχαροπλαστείο, είναι καφέ, είναι ανοιχτή όλη μέρα κι όλη νύχτα, είναι και ποτάδικο, κυρίως, όμως, είναι μνήμη, είναι η ιστορία όλων μας, του μπαμπά, της μαμάς, η δική μου, εσχάτως και του γιού μου. Γαστρονομικό αίνιγμα που παρασκευάζεται με την ίδια συνταγή και καταναλώνεται με την ίδια νοσταλγία. Αν ο Βόλος ήταν γλυκό θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας.
Στη Μινέρβα έμαθα πως όταν είσαι παιδί και σε βγάζουν για πορτοκαλάδα, δεν τσιρίζεις, δεν μιλάς, σχεδόν δεν αναπνέεις, απαντάς μόνο όταν ρωτούν το όνομά σου, κάθεσαι ευπρεπώς, δεν έχεις απαιτήσεις, δεν καρφώνεσαι με περιέργεια στα γύρω τραπέζια, δεν ρουφάς το καλαμάκι σου, δεν πετιέσαι στις κουβέντες των μεγάλων.
Στη Μινέρβα ήρθε ο πρώτος φραπές της πόλης, στη Μινέρβα κατέληγαν όλα τα σκασιαρχεία, στη Μινέρβα είχε πολλά τάβλια, στη Μινέρβα δώσαμε τα πρώτα ραντεβού, στη Μινέρβα καθόμασταν χώρια τ’αγόρια από τα κορίτσια στην πασαρέλα που αποφάσιζε τους πρώτους, αειπάρθενους έρωτες.
Όλες οι γενιές μαζί ανεκτικές στις ορέξεις της καθεμιάς, στη Μινέρβα μάθαμε να είμαστε «μοντέρνοι» όταν παραγγείλαμε το πρώτο ice cream soda, σόδα που έσβηνε το παγωτό βανίλια μέσα στο ποτήρι με τη μεταλλική σκαλιστή βάση και το χερούλι. Εκεί φάγαμε το πρώτο παγωτό σικάγο, πάστα σαντιγί και αμυγδάλου, με το μάτι τηλεσκόπιο στον περαστικό γνωστό που θα προδώσει στους γονείς ότι «οι μικρές δεν πήγαν και σήμερα φροντιστήριο αλλά τις είδα στη Μινέρβα να χαλβαδιάζουν αγόρια».
Όσο κι αν επί αιώνες προσπαθούμε να σημειολογήσουμε από τι φτιάχνεται η σαντιγί της, δεν το’χουμε καταφέρει – λες να’χει μαρέγκα;
Δυο-τρεις φορές το χρόνο πάμε ακόμα στη Μινέρβα. Αργά τη νύχτα, μετά από αλκοολοποσίες που κάμπτουν την αντίσταση στην τσάμπα θερμίδες-ζάχαρη. Κάποιος κοιμάται σ’ ένα τραπέζι, φοιτητές παίζουν επιτραπέζια σε μια γωνία, ένα παράνομο ζευγαράκι, στις 4 το πρωί μπορεί ξαφνικά να γίνει χαμός σε ένα after του χαλαρού χαζολογήματος με σόδες και κόκα-κόλες. Παραγγέλνουμε όλα τα γλυκά.
Όσο κι αν επί αιώνες προσπαθούμε να σημειολογήσουμε από τι φτιάχνεται η σαντιγί της, δεν το’χουμε καταφέρει – λες να’χει μαρέγκα; Άλλοτε στραβώνουμε γιατί η γεύση τους είναι σαν πεθαμένη, αδύνατο να αναστήσει μέσα μας τον νεκρό της νοσταλγίας. Άλλοτε όλα μοιάζουν ακριβώς «τότε».
Κι επειδή η κουζίνα προφανώς αναπαράγει τυφλοσούρτη τις ίδιες συνταγές του ιδρυτού, και πατέρα του καταπληκτικού ποιητή, συγγραφέα, μεταφραστή και συνεκδότη της «Λέξης» Θανάση Νιάρχου, έχω καταλήξει πως και το παρελθόν έχει τις ώρες του. Άλλοτε ξυπνά πρόθυμα, άλλοτε βαριέται να σε εξυπηρετήσει στη διαδρομή που ζωγραφίζει στον ουρανίσκο καρμπόν την παιδική σου ηλικία.