Ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας ανέφερε ότι τα συνήθη φάρμακα για την υπέρταση δεν αυξάνουν την ευαισθησία στη μόλυνση από κορωνοϊό, ενώ η έλλειψη βιταμίνης D συνδυάζεται με βαρύτερη εκδήλωση της νόσοι – Κρίσιμες οι επόμενες 15 ημέρες – Σε ποιους θα χορηγείται η ρεμντεσιβίρη
Στη σημασία της επάρκειας σε βιταμίνη D, που φαίνεται ότι συμβάλλει στην άμυνα κατά των λοιμώξεων του αναπνευστικού αναφέρθηκε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας, επικαλούμενες έρευνες που δείχνουν ότι χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης σχετίζονται με βαρύτερη νόσο.
Παράλληλα, ο κ. Τσιόδρας, διαβεβαίωσε ότι τα συνήθη υπερτασικά φάρμακα δεν αυξάνουν την ευαισθησία στη μόλυνση από τον κορωνοϊό, ούτε αυξάνουν τον κίνδυνο να αρρωστήσει ο χρήστης σοβαρά με την ασθένεια, επικαλούμενες τρεις μεγάλες έρευνες που δημοσιεύτηκαν στο New England Journal of Medicine
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στα παιδιά, που αν και κινδυνεύουν λιγότερο από τη νόσο, μπορούν να παρακολουθήσουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, για να μην θέσουν σε κίνδυνο ευπαθείς ομάδες, αλλά και στην άδεια των αμερικανικών αρχών για τη χρήση σε επείγουσα βάση του αντιϊικού φαρμάκου ρεμντεσιβίρη.
Επίσης, ο κ. Τσιόδρας τόνισε ότι οι επόμενες 15 ημέρες θα είναι κρίσιμες, λόγω της σταδιακής άρσης των μέτρων και έδωσε έμφαση στην τήρηση των απαραίτητων κανόνων υγιεινής και κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Για τη βιταμίνη D
Αναλυτικά, ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε σε δεδομένα για τη συσχέτιση χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D με τη βαρύτητα των λοιμώξεων του αναπνευστικού, ιδιαίτερα σε χώρες με χαμηλή ηλιοφάνεια. «Εμείς δεν είμαστε από αυτές αλλά, παρόλα αυτά, είναι συγκλονιστικό ότι και στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη έλλειψη ή μερική ανεπάρκεια βιταμίνης D», ανέφερε.
Σε αυτό το πλαίσιο, ευρήματα μελετών δείχνουν ότι «χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D – και υπάρχουν συγκεκριμένα επίπεδα που οριοθετούν αυτήν την ανεπάρκεια έλλειψης βιταμίνης D – σχετίζονται με βαρύτερη νόσο» και ότι η βιταμίνη D «παίζει κάποιο ρόλο στην άμυνα του οργανισμού έναντι των ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού. Εγώ θεωρώ ότι είναι σημαντικό σε μία χώρα που έχει ηλιοφάνεια να έχουμε επαρκή ηλιοφάνεια, αλλά και ελλείψει τροφής, ιδιαίτερα όσο περνάει η ηλικία, γιατί οι ηλικιωμένοι έχουν περισσότεροι έλλειψη βιταμίνης Δ, επαρκών ποσοτήτων βιταμίνης Δ στον οργανισμό, και για άλλους λόγους που αφορούν τα οστά και πέραν της άμυνας μας εναντίον των λοιμώξεων».
Πάντως, διευκρίνισε ότι με την άρση των μέτρων, οι πολίτες μπορούν να ελέγξουν την πιθανότητα χορήγησης της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Για την υπέρταση
Καθησυχαστικός ήταν ο κ. Τσιόδρας όσον αφορά στους υπερτασικούς. Όπως είπε, τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται, «δεν φαίνεται να αυξάνουν την ευαισθησία στη μόλυνση από τον κορωνοϊό ή να αυξάνουν τον κίνδυνο να αρρωστήσει κανείς σοβαρά με την ασθένεια, σύμφωνα με τρεις μεγάλες μελέτες οι οποίες δημοσιεύτηκαν εχθές στο υψηλής επιστημονικής απήχησης περιοδικό New England Journal of Medicine, ένα από τα καλύτερα ιατρικά περιοδικά στον κόσμο».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα ευρήματα είναι σημαντικά, καθώς πολλοί ασθενείς ρωτούσαν αν έπρεπε να σταματήσουν τα φάρμακα κατά της υπέρτασης. «Έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί από επιστημονικούς κύκλους φαίνεται πως το απαγορευτικό, το περίφημο lockdown, είχε οδηγήσει σε αύξηση των επεισοδίων αρτηριακής υπέρτασης, δηλαδή πίεσης όπως την ξέρει ο κόσμος, ίσως από το στρες, ίσως από τη λιγότερη φυσική άσκηση ή τις διαφορετικές διατροφικές συνήθειες», πρόσθεσε.
Για τα παιδιά και τις ευπαθείς ομάδες
Παράλληλα, ο κ. Τσιόδρας επανήλθε και στο ζήτημα των σχολείων αλλά και των παιδιών και έκανε λόγο για αβεβαιότητα στο συγκεκριμένο ζήτημα. «Η νόσος είναι εξαιρετικά ήπια στα μικρά παιδιά. Αυτό είναι το πρώτο, νομίζω, σημαντικό μήνυμα που πρέπει να μας μείνει», σημείωσε.
Μέχρι στιγμής, διευκρίνισε, δεν έχει ξεκαθαριστεί κατά πόσο τα μικρά παιδιά μεταδίδουν τη νόσο στον οικογενειακό τους περίγυρο ή σε ευπαθείς ομάδες στον οικογενειακό τους περίγυρο.
«Ο πληθυσμός των παιδιών κινδυνεύει λιγότερο από τη νόσο, αυτό είναι σαφές. Επίσης, για να αποφύγουμε περιστατικά επαφής των παιδιών με ευπαθείς ομάδες στον πληθυσμό, έχουμε μια ευέλικτη διαδικασία, η οποία τους επιτρέπει ακόμα και να μην πάνε σχολείο, να παρακολουθήσουν εξ αποστάσεως, να μην εκθέσουν τις ευπαθείς ομάδες», πρόσθεσε.
Για τη ρεμντεσιβίρη
Ο καθηγητής χαρακτήρισε θετική την έγκριση των αμερικανικών αρχών τη χρήση του αντιϊικού φαρμάκου ρεμντεσιβίρη.
«Είναι πλέον το πρώτο φάρμακο που εγκρίνεται για την αντιμετώπιση της νόσου σε νοσοκομειακό επίπεδο. Ένα φάρμακο που δίνεται ενδοφλέβια, μια φορά την ημέρα για δέκα ημέρες», είπε.
Το φάρμακο θα μπορεί να χορηγηθεί σε ενήλικες ή παιδιά που νοσηλεύονται με σοβαρή μορφή της νόσου, όπως χαμηλό οξυγόνο αίματος, ανάγκη για οξυγονοθεραπεία ή μηχανικός αερισμός με αναπνευστήρα.
Ήδη, όπως είχε πει και τις προηγούμενες ημέρες, η ουσία φαίνεται ότι «βοηθάει κάποιους ασθενείς να αναρρώνουν ταχύτερα, κατά περίπου 30% ή περίπου 4 ημέρες, σε μια μελέτη 1.063 ατόμων στην οποία συμμετείχαν και τέσσερα κέντρα στην Ελλάδα».
Να τηρήσουμε τα μέτρα
Δύο ημέρες πριν τη σταδιακή άρση των μέτρων, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας προειδοποίησε ότι οι επόμενες 15 ημέρες θα είναι εξίσου κρίσιμες με την ως τώρα φάση της επιδημίας.
«Αν τηρήσουμε όλα τα μέτρα υγιεινής, ιδιαίτερα της υγιεινής των χεριών, της τήρησης των αποστάσεων, όπως τα λέμε και τα ξαναλέμε, αν περιορίσουμε εθελούσια, δηλαδή με την θέληση μας, τις πολλές επαφές μας, τις συναθροίσεις μας σε χώρους συνωστισμού, αν συνεχίσουμε να θεωρούμε τους εαυτούς σε αυτό το διάστημα ως δυνητικούς φορείς, θα έχουμε μικρότερο κίνδυνο αναζωπύρωσης και ευρείας διασποράς, από την Δευτέρα που θα αυξηθούν οι επαφές στην κοινωνία», επισήμανε.