Την αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καταδεικνύει έρευνα του ΙΟΒΕ, στην οποία καθίσταται αναγκαία η υλοποίηση μίας «τολμηρής παρέμβασης στο θεσμικό πλαίσιο».
Με βάση τα συμπεράσματα της μελέτης, για την οικοδόμηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου απαιτείται αλλαγή έμφασης στην παρεχόμενη ανώτατη εκπαίδευση -και ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια.
Για την ακρίβεια, προτάσσεται η στροφή από την εκπαίδευση εκπαιδευτικών και υπαλλήλων της κρατικής διοίκησης, στην εκπαίδευση στελεχών σε τομείς παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Απαραίτητη για τη στροφή αυτή είναι σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ:
η ενίσχυση της οργανωτικής ευελιξίας και της διοικητικής αυτονομίας των Ιδρυμάτων
η υποστήριξη της στρατηγικής τους ικανότητας
η στήριξη της συνεργασίας και αλληλεπίδρασης των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις για την καλύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες τους σε δεξιότητες και ανθρώπινο δυναμικό
Στο ίδιο πλαίσιο, η μελέτη διακρίνει τρεις βασικές προκλήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα:
Βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας δαπάνης στην ανώτατη εκπαίδευση με εξορθολογισμό του συνολικού μεγέθους, και της περιφερειακής διάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης.
Βελτίωση της σύνδεσης της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα, με αλλαγή έμφασης και προσανατολισμού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, σε συνεργασία με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις.
Εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης με εξωστρέφεια, διεθνοποίηση, αξιοποίηση της περιουσίας τους και των νέων τεχνολογιών.
Tα κυριότερα ευρήματα του ΙΟΒΕ
Μεγάλος αριθμός φοιτητών δεν ολοκληρώνει έγκαιρα τις σπουδές του. Ενδεικτικά, σε 7 πανεπιστημιακά ιδρύματα, από όσους εισήχθησαν το 2004 μόνο το 68% του συνόλου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του, 12 χρόνια αργότερα (το 2016).
Μετά την κρίση, το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων μειώθηκε κατά 19,2% συνολικά μεταξύ 2009-2015, ιδιαίτερα εξαιτίας της μεγάλης μείωσης του βοηθητικού εκπαιδευτικού προσωπικού (μείωση 49% έναντι 11% του τακτικού προσωπικού).
Η συνολική χρηματοδότηση έχει μειωθεί σημαντικά (24% μεταξύ 2010-2014), ύστερα από μια περίοδο μεγάλης αύξησης (150% μεταξύ 2001-2009). Η μείωση αυτή είναι μικρότερη της μείωσης του συνόλου της Γενικής Κυβέρνησης μετά το 2010 (31%) αλλά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση του συνόλου της εκπαίδευσης (20%).
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική δαπάνη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατατάσσεται, το 2015, ελαφρώς πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (0,9% έναντι 0,7, και 0,8 αντίστοιχα), λόγω και της μεγάλης μείωσης του ΑΕΠ. Η δαπάνη όμως στο σύνολο της εκπαίδευσης, ως % του ΑΕΠ, στην Ελλάδα (4.3%) υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ-28 (4.9%) και της Ευρωζώνης (4,7%).
Οι ίδιοι πόροι των ιδρυμάτων του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, που προέρχονται κυρίως από τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητές τους, σημείωσαν σημαντική αύξηση (47% μεταξύ 2011 και 2015). Αντίθετα, σημαντικές ζημιές σημειώθηκαν στη διαχείριση της περιουσίας των ΑΕΙ.
Η Ελλάδα υστερεί από τον μέσο όρο της ΕΕ στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) (2% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η υστέρηση αυτών των δαπανών στον επιχειρηματικό τομέα (0,28% έναντι 1,3% του ΑΕΠ στην ΕΕ το 2014). Η υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 περιορίζεται σε 0,10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ όταν η σύγκριση περιορίζεται στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Από τα 2,04 εκατ. πληθυσμό με τριτοβάθμια εκπαίδευση, το 63% (ή 1,3 εκατ. άτομα) εργάζονται, το 13% (ή 274 χιλ. άτομα) είναι άνεργοι και το υπόλοιπο 24% (ή 484 χιλ. άτομα) δεν είναι οικονομικά ενεργοί (αποτελούν δηλ. τους συνταξιούχους ή άτομα που δεν αναζητούν εργασία). Από τα 3,7 εκατ. εργαζομένους το 2016, οι 1,3 εκατ. (ή 35% του συνόλου) έχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακές σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ ίδιος σχεδόν είναι ο αριθμός των εργαζομένων με λυκειακή εκπαίδευση (1,28 εκατ. ή 34%).
Tο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται) καταγράφεται στα άτομα με μεταπτυχιακές σπουδές ή διδακτορικό (79%), ενώ στους απόφοιτους πανεπιστημίων ή ΤΕΙ οι οποίοι κατέχουν μόνο πρώτο πτυχίο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν χαμηλότερο κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2016.
Ωστόσο, το μερίδιο των ανέργων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (στο σύνολο των ανέργων) σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο (από 14,7% το 2001 σε 24,6% το 20016). Η αύξηση του αριθμού των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της ικανότητας απορρόφησής τους στην αγορά εργασίας, εντείνοντας την μεταξύ τους αναντιστοιχία.
Το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων είναι απόφοιτοι του πεδίου Κοινωνικών – Οικονομικών και Νομικών επιστημών (615,3 χιλ. ή 30,1%) και ακολουθούν οι απόφοιτοι στην κατηγορία Μηχανολογία -Βιομηχανία – Κατασκευές οι οποίοι ανήλθαν σε 320,6 χιλ. ή 15,7% στο σύνολο των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2016 καταγράφονται στους αποφοίτους Υγείας και στους απόφοιτους σχολών πληροφορικής (71% και 69% αντίστοιχα). Στους αποφοίτους στο πεδίο σπουδών Βιομηχανία – Κατασκευές το ποσοστό ήταν σχεδόν αντίστοιχο με εκείνο για το σύνολο των εργαζόμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (65%), σε αντίθεση με το ποσοστό απασχόλησης στους αποφοίτους Κοινωνικών – Οικονομικών – Νομικών σπουδών το οποίο κυμάνθηκε κάτω από το μέσο όρο. Διαχρονικά, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στους αποφοίτους των επιστημών Υγείας (10,6% το 2010). Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας στους αποφοίτους με σπουδές στις Κοινωνικές επιστήμες – Οικονομικά – Νομική διπλασιάστηκε το 2016 σε σχέση με το 2009 (17,5%), ενώ αντίστοιχη τάση παρατηρείται και στους αποφοίτους στο ευρύτερο πεδίο σπουδών Βιομηχανία-Κατασκευές.
Οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων, όμως, απασχολούνται περισσότερο σε δημόσιες υπηρεσίες (62% έναντι 28% των ΤΕΙ). Στον ιδιωτικό τομέα, το 55% των απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και το 33% απόφοιτοι ΤΕΙ. Το μεγαλύτερο μερίδιο εργαζομένων με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό απασχολείται σε επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το Δημόσιο και σε ΝΠΔΔ/ΝΠΙΔ. Μετά το 2009 καταγράφεται μεγάλη μείωση των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα (27%), σε αντίθεση με τους απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα που παρατηρείται αύξηση (κατά 15%). Η αύξηση στον ιδιωτικό τομέα οφείλεται στην αύξηση των αποφοίτων πανεπιστημίων κατά 4% ενώ οι απόφοιτοι ΤΕΙ αυξήθηκαν κατά 26%.
Το ποσοστό απασχόλησης όσων αποφοίτησαν μετά το 2011 είναι χαμηλότερο από το σύνολο (56% έναντι 62% του συνόλου). Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 36%, σχεδόν διπλάσιο από το σύνολο. Οι μισθολογικές απολαβές τους είναι χαμηλότερες, καθώς σχεδόν 6 στους 10 εργαζόμενους οι οποίοι έλαβαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετά το 2011 δηλώνουν ότι λαμβάνουν μισθό από €400 έως €800, ενώ ποσοστό 16% δηλώνει ότι αμείβεται με λιγότερα από €400.
Πηγή: reporter.gr