Η υπουργός Εργασίας τονίζει στη «Ναυτεμπορική» πως η κυβέρνηση έχει καταφέρει να εξασφαλίσει μετά το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τον ερχόμενο Αύγουστο την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή την αρχή της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η κα Αχτσιόγλου θεωρεί ότι μπορεί να αξιοποιηθεί και στην Ελλάδα η πορτογαλική εμπειρία για τη διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού με τεκμηριωμένο και μελετημένο τρόπο και σε διαβούλευση με τους παραγωγικούς φορείς και τους εργαζόμενους. Επίσης, στο μείζον ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας εκτιμά ότι «η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης» είναι μία ασπίδα για τις κλαδικές αμοιβές και συνολικά τα δικαιώματα των εργαζομένων ενός κλάδου, ώστε αυτές οι αμοιβές και τα δικαιώματα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, να μην «ψαλιδίζονται» από επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις με δυσμενέστερους όρους. Λίγες ημέρες πριν από την επιστροφή των εκπροσώπων των θεσμών στη χώρα μας εν όψει της τέταρτης αξιολόγησης, η κα Αχτσιόγλου επισημαίνει ότι η μοναδική υποχρέωση εντός του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που σχετίζεται με τη διαιτησία είναι η παράδοση μιας νομικής μελέτης σχετικά με τον ρόλο του θεσμού στη λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τονίζει πως «οποιαδήποτε τυχόν μεταβολή υπάρξει στα ισχύοντα θα σέβεται απολύτως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία». Κυρία υπουργέ, από το 2012 ο κατώτατος μισθός παραμένει νομοθετικά καθηλωμένος στα 586 ευρώ και η κυβέρνηση παρά τις δεσμεύσεις του 2014 δεν έχει προχωρήσει στην αύξησή του.
Πώς εξηγείται αυτό για μια αριστερή κυβέρνηση; «Η μείωση του κατώτατου μισθού στο σημερινό του επίπεδο, αλλά και ο μισθολογικός διαχωρισμός μεταξύ των εργαζομένων με τη θεσμοθέτηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών αναδεικνύουν τη μεροληπτικότητα των προγραμμάτων προσαρμογής που επιβλήθηκαν στη χώρα. Τόσο οι θεσμοί όσο και οι κυβερνήσεις 2010-2014 είχαν την άποψη ότι με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και δημιουργείται ευνοϊκό περιβάλλον για νέες επενδύσεις. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια λογική που είναι και κοινωνικά επιζήμια, αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική και αυτό έχει αποδειχτεί τόσο στη χώρα μας όσο και ιστορικά. Η μείωση των μισθών δεν είναι ο καταλληλότερος τρόπος για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής -ή οποιασδήποτε άλλης- οικονομίας.
Η τόνωση της ανάπτυξης και η προσέλκυση επενδύσεων δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηρίζονται στη συντριβή της εργασίας. Αντίθετα, πρέπει να στηρίζονται στην αναδιαμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου σε μια κατεύθυνση βελτίωσης της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος και της θέσης της χώρας στην αλυσίδα αξίας, αλλά και στη στήριξη της καινοτομίας που συνεπάγεται την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η σημερινή κυβέρνηση δεν έκρυψε ποτέ αυτή την άποψη και διεκδίκησε από την πρώτη στιγμή στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο συσχετισμός δύναμης μέχρι στιγμής δεν έχει επιτρέψει να προχωρήσουμε σε αυτή την παρέμβαση. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν παραιτούμαστε από αυτόν τον κεντρικό πολιτικό στόχο, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, καθώς μία από τις κύριες στοχεύσεις της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της θέσης της εργασίας και η αντιστροφή της τάσης μείωσης των μισθών συνολικά».
Σκοπεύετε λοιπόν να θέσετε σε λειτουργία τη νέα διαδικασία αναπροσαρμογής, που προβλέπει τη διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης με την επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων και εμπειρογνωμόνων; Και πώς θα αξιοποιήσετε την εμπειρία από το πρόσφατο ταξίδι σας στην Πορτογαλία, η οποία ήδη προχώρησε σε τρεις αυξήσεις των κατώτατων μισθών μετά την έξοδο από τα μνημόνια; «Τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση της θέσης της εργασίας, αλλά και για την έμπρακτη αλλαγή των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής. Πρώτη προϋπόθεση είναι η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων (επεκτασιμότητα και ευνοϊκότερη ρύθμιση), δεύτερη η αύξηση του κατώτατου μισθού και τρίτη η καταπολέμηση της παραβατικότητας στους χώρους εργασίας. Η κυβέρνηση έχει καταφέρει να εξασφαλίσει το πρώτο για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος, ενώ για την αύξηση του κατώτατου μισθού σάς είπα προηγουμένως ότι δεν κρύβουμε πως αποτελεί σταθερή επιδίωξή μας.
Θεωρώ εξάλλου ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε και σε αυτό μετά το τέλος της επιτροπείας. Αναφορικά με την επιβολή της νομιμότητας στην αγορά εργασίας, ήδη έχουμε σημαντικά αποτελέσματα, αν και μένει ακόμη πολλή δουλειά να γίνει. Οι επαφές και οι συζητήσεις που είχαμε λοιπόν στην Πορτογαλία είναι χρήσιμες, με δεδομένη την εμπειρία της χώρας αυτής τη μεταμνημονιακή περίοδο. Εξάλλου οι πυλώνες της εργατικής πολιτικής στην Πορτογαλία -επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση κατώτατου μισθού, καταπολέμηση της επισφάλειας στην αγορά εργασίας- είναι ταυτόσημοι με τις δικές μας προτεραιότητες.
Τα βήματα εξάλλου που ακολούθησαν οι Πορτογάλοι για την αύξηση του κατώτατου μισθού και ο μηχανισμός που εφάρμοσαν, δείχνουν ότι μπορεί να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μία τέτοια πορεία και στην Ελλάδα, με τεκμηριωμένο και μελετημένο τρόπο, σε διαβούλευση με τους παραγωγικούς φορείς και τους εργαζόμενους». Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας στον περιορισμό της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, ειδικά στους κλάδους που διαπιστώνεται συστηματική παραβατικότητα; «Η καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας, σε κάθε της μορφή, είναι βασικός στόχος του υπουργείου και τούτο για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την προστασία των εργαζομένων και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους δύναμης όσο όμως και με την αύξηση των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς η μείωση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας συμβάλλει καθοριστικά στην πλεονασματική λειτουργία του ΕΦΚΑ. Οι επιτυχίες του ΣΕΠΕ σε αυτό το πεδίο επιβεβαιώνονται από τα επίσημα στοιχεία. Στους κλάδους υψηλής παραβατικότητας, όπως προέκυψε από τους στοχευμένους ελέγχους, το ποσοστό αδήλωτης εργασίας έχει μειωθεί στο 12,48% το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2017, από 19,17% το 2014. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά σήμερα επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες επί των ημερών της Ν.Δ. απολάμβαναν ασυλία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τραπεζών. Μένει όμως πολλή δουλειά να γίνει ακόμα.
Για τον σκοπό αυτό επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας στην ενίσχυση της ελεγκτικής δράσης του ΣΕΠΕ, ενώ πέρυσι το φθινόπωρο ψηφίσαμε σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της αδήλωτης, υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας. Οι στοχευμένοι έλεγχοι, ο εντοπισμός κλάδων υψηλής παραβατικότητας, η αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων, οι ρυθμίσεις για την εκ των προτέρων δήλωση των υπερωριών, η καταβολή μισθού μέσω τράπεζας, είναι εργαλεία που αξιοποιούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Με στόχο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας σχεδιάζουμε και την αλλαγή στην αρχιτεκτονική του προστίμου για αδήλωτους εργαζόμενους. Στόχος μας είναι στη νέα αρχιτεκτονική του προστίμου να υπάρχει η δυνατότητα μείωσής του αν ο εργοδότης προχωρήσει σε άμεση πρόσληψη πλήρους απασχόλησης του αδήλωτου εργαζόμενου.
Ταυτόχρονα η βεβαίωση της παράβασης θα δημιουργεί αυτόματα και την οφειλή ασφαλιστικών εισφορών προς τον εργαζόμενο. Σε περιπτώσεις όμως υποτροπής, οι χρηματικές ποινές θα γίνουν πιο αυστηρές και θα συνδυάζονται με την προσωρινή αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης». Δεχθήκατε έντονη κριτική για την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών σε ελεύθερους επαγγελματίες, επιστήμονες και αγρότες. Έναν χρόνο μετά τη λειτουργία του ΕΦΚΑ ποια είναι τα αποτελέσματα για τις συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων σε ό,τι αφορά το ύψος των εισφορών που πληρώνουν;
Για ποιους ασφαλισμένους μειώθηκαν και για ποιους αυξήθηκαν οι εισφορές; «Ξέρετε ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει ποτέ διστάσει να παραδεχτεί και λάθη και αδικίες που προκύπτουν από το πρόγραμμα προσαρμογής. Όμως στην περίπτωση του ΕΦΚΑ έχουμε μια άνευ προηγουμένου διαστρέβλωση της πραγματικότητας και από την αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και από μερίδα του Τύπου. Τα αποτελέσματα για το 2017 σκιαγραφούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Όχι μόνο οι εισφορές για τη συντριπτική πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών έχουν μειωθεί, όχι μόνο τα δηλωθέντα εισοδήματα δεν παρουσιάζουν μείωση, αλλά ταυτόχρονα ενισχύονται εκθετικά και τα έσοδα του ΕΦΚΑ, πράγμα που συνέδραμε αποφασιστικά και στη δημοσιονομική υπεραπόδοση. Οι μη μισθωτοί καταβάλλουν πλέον χαμηλότερες και δικαιότερες εισφορές με βάση το εισόδημα και όχι επί πλασματικών και αυτόματα αυξανόμενων, ανά τριετία, ασφαλιστικών κλάσεων, που ήταν η αιτία για την αδυναμία πληρωμών, την αύξηση χρεών και την απώλεια κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων. Άρα η νέα κατάσταση συνέβαλε ώστε να εξορθολογιστεί το σύνολο του συστήματος.
Ειδικότερα, από τα ειδοποιητήρια των εισφορών του ΕΦΚΑ, τον Ιανουάριο του 2018, προκύπτει ότι το 2016 το ποσοστό των μη μισθωτών που πλήρωσε εισφορές έως 200 ευρώ μηνιαίως ήταν 27%. Το 2017, με την κατάργηση των ασφαλιστικών κλάσεων, το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 86,8% και το 2018 σε 87,7% (περίπου 1,23 εκατομμύρια ασφαλισμένοι). Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών δεν προκάλεσε καμία γενικευμένη τάση απόκρυψης εισοδημάτων, καθώς η διαστρωμάτωση των εισοδημάτων παρέμεινε για τη συντριπτική πλειονότητα των μη μισθωτών στα επίπεδα που ήταν πριν από την ψήφιση και εφαρμογή του Ν. 4387/16. Το 75% του συνολικού αριθμού των μη μισθωτών θα συνεχίσει να καταβάλλει την κατώτατη εισφορά που αντιστοιχεί στον κλάδο του. Η μέση μηνιαία εισφορά των μη μισθωτών για τον ΕΦΚΑ μειώνεται κατά 5,6% τον Ιανουάριο του 2018, σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2017. Ο αριθμός των μη μισθωτών, υπόχρεων για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, αυξήθηκε στο διάστημα Ιανουαρίου 2017 – Ιανουαρίου 2018 κατά 23.588 άτομα.
Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και όποιος καταφεύγει στην καταστροφολογία μάλλον έχει στόχο την υπονόμευση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων». Συλλογικές συμβάσεις Κα Αχτσιόγλου, τι αλλαγές θα συμβούν στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας μετά το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα λειτουργήσει η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων εργασίας; «Όπως έχει ήδη νομοθετηθεί με την έξοδο από το πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο θα επανέλθουν οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης είναι μία ασπίδα για τις κλαδικές αμοιβές και συνολικά για τα δικαιώματα των εργαζομένων ενός κλάδου, ώστε αυτές οι αμοιβές και τα δικαιώματα να μην «ψαλιδίζονται» από επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις με δυσμενέστερους όρους.
Το επίπεδο των αμοιβών και των δικαιωμάτων που θα καθορίζει μία κλαδική σύμβαση θα μπορεί μόνο να βελτιώνεται και όχι να χειροτερεύει σε επιχειρησιακό επίπεδο. Επίσης, η επεκτασιμότητα μίας κλαδικής σύμβασης θα εξασφαλίσει την εφαρμογή της στο σύνολο των εργαζομένων και των επιχειρήσεων ενός κλάδου, χωρίς να μένουν “τυφλά” και ακάλυπτα σημεία. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι το βασικό εργαλείο διεκδίκησης από τους εργαζόμενους καλύτερων αμοιβών και όρων εργασίας. Οι αρχές που διασφαλίζουν την ισχύ και την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι απαραίτητες για να έχουν αποτέλεσμα η συλλογική οργάνωση και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων».
Η διαδικασία της διαιτησίας Κα Αχτσιόγλου, πότε θα ξεκινήσει η επανεξέταση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και διαιτησίας; «Η μοναδική υποχρέωση εντός του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που σχετίζεται με τη διαιτησία είναι η παράδοση μιας νομικής μελέτης σχετικά με τον ρόλο του θεσμού στη λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η συζήτηση σχετικά με παρεμβάσεις που θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του. Να διευκρινίσω ότι οποιαδήποτε τυχόν μεταβολή υπάρξει στα ισχύοντα θα σέβεται απολύτως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία, όπως εξάλλου έχει κρίνει το ανώτατο δικαστήριο της χώρας και όπως προβλέπεται ρητά στη συμφωνία με τους θεσμούς».