Με νέα εγκύκλιο του υπουργείου εργασίας που βασίζεται στο νόμο Βρούτση ορίζεται διαφορετικός τρόπος υπολογισμού της προσαύξησης για τα χρόνια που έχουν διανυθεί έως το 2016 και διαφορετικός μετά το 2017 που λειτουργεί ο ενιαίος ΕΦΚΑ
Διπλός τρόπος υπολογισμού της σύνταξης για τον χρόνο πριν και μετά το 2017 και για όσους έχουν παράλληλη ασφάλιση σε δυο πρώην Ταμεία κλείδωσε στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού.
Η εγκύκλιος που υπεγράφη χθες από τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Γιάννη Βρούτση τραβά γραμμή στο 2017 – χρονιά έναρξης λειτουργίας του ΕΦΚΑ – και οριοθετεί διαφορετική αντιμετώπιση στην διαδικασία υπολογισμού για τα χρόνια μέχρι το 2016 και τα χρόνια από το 2017 και μετά, για όσους ασφαλίζονταν παράλληλα σε πάνω από ένα Ταμεία.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο:
-τα χρονικά διαστήματα που έχουν διανυθεί έως 31 Δεκεμβρίου του 2016 σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς που εντάχθηκαν στον e-ΕΦΚΑ θεωρούνται διακριτοί, αυτοτελείς χρόνοι κύριας ασφάλισης.
-από 1.1.2017 και εφεξής δεν υφίσταται παράλληλη ασφάλιση, εφόσον υπάρχει μόνο ένας Φορέας Κύριας Ασφάλισης αλλά μόνο παράλληλη απασχόληση και πολλαπλή καταβολή εισφορών για τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έχουν καταβληθεί περισσότερες της μιας εισφορές στον e-ΕΦΚΑ. Τα διαστήματα αυτά θεωρούνται ως ένας ενιαίος χρόνος ασφάλισης για κύρια σύνταξη.
Για τον παράλληλο χρόνο έως 31 Δεκεμβρίου του 2016 διατηρείται στο νέο καθεστώς η προσαύξηση 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς, όπως είχε για πρώτη φορά αποτυπωθεί στον νόμο Κατρούγκαλου.
Σύμφωνα με ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης, η οριοθέτηση του νέου καθεστώτος αναμένεται να ξεμπλοκάρει σταδιακά αιτήσεις για σύνταξη με παράλληλη ασφάλιση, καθώς η προσαύξηση της παράλληλης (0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς) δεν έχει καταστεί εφικτό να υπολογιστεί μετά το 2017 και τον νόμο Κατρούγκαλου, λόγω έλλειψης της ανάλογης μηχανογραφικής εφαρμογής.
Στο πλαίσιο αυτό, το χρονικό διάστημα παράλληλης απασχόλησης μετά την 1.1.2017 προσμετράται, κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου, στον ασφαλιστικό χρόνο ενός από τους ενταχθέντες στον e-ΕΦΚΑ φορείς προκειμένου για τη θεμελίωση αυτοτελούς συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Ειδικότερα, ο χρόνος ασφάλισης μέχρι 31.12.2016 στο πρώην Ταμείο (π.χ. ΙΚΑ, ΟΑΕΕ) καθώς και ο χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και μετά, με τον οποίο θεμελιώνεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης.
Ο χρόνος ασφάλισης έως 31.12.2016 στον άλλο φορέα, που δεν λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση του δικαιώματος, θα χρησιμοποιείται για να χορηγηθεί η προσαύξηση την οποία θεσμοθέτησε πρώτη φορά ο νόμος Κατρούγκαλου. Η προσαύξηση αυτή είναι μια επιπλέον παροχή για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά. Υπολογίζεται με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς.
Για παράδειγμα:
Ιδιοκτήτης εμπορικής επιχείρησης ασφαλισμένος στον πρώην ΟΑΕΕ από το 1980 έως 31.12.2016, ο οποίος εργάζεται παράλληλα ως ιδιωτικός υπάλληλος, ασφαλισμένος στο πρώην ΙΚΑ από 01.01.2005 έως 31.12.2016. Από την 01.01.2017 έως 31.12.2020 συνεχίζει και τις δύο δραστηριότητες για τις οποίες καταβάλλει τις προβλεπόμενες εισφορές στον e-ΕΦΚΑ.
Ο ασφαλισμένος έχει:
παράλληλη ασφάλιση για το χρονικό διάστημα από 01.01.2005 έως 31.12.2016 και
παράλληλη απασχόληση από 01.01.2017 έως 31.12.2020.
Τα δύο αυτά σαφώς καθορισμένα διαστήματα έχουν διαφορετική αντιμετώπιση κατά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης.
Ο ενιαίος χρόνος παράλληλης απασχόλησης από 01.01.2017 έως 31.12.2020, μπορεί κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου, να αξιοποιηθεί προκειμένου να θεμελιωθεί αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα είτε με τις καταστατικές διατάξεις του πρώην ΙΚΑ είτε του πρώην ΟΑΕΕ. Ο ασφαλισμένος έχοντας συμπληρώσει τα 62 μπορεί να συνταξιοδοτηθεί και με τις διατάξεις του ΙΚΑ (μειωμένη με 15ετία) και με του ΟΑΕΕ (πλήρη με 40ετία). Προφανώς θα επιλέξει τις διατάξεις ΟΑΕΕ.
Το ποσό που θα λάβει από τον e-ΕΦΚΑ υπολογίζεται ως εξής:
– Εθνική σύνταξη: 384 €.
– Ανταποδοτική σύνταξη για 41 έτη ασφάλισης (1980-2020) επί του μέσου όρου συνταξίμων αποδοχών από 2002 έως 2020, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποδοχές της μισθωτής απασχόλησης των ετών 2017 – 2020.
– Προσαύξηση για τον παράλληλο χρόνο στο πρώην ΙΚΑ δηλαδή για τα έτη 2005-2016 ( 0,075% για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα επιπλέον εισφοράς).
Προσοχή, καθώς η τυχόν επιλογή συνταξιοδότησης με διατάξεις ΙΚΑ οδηγεί σε μικρότερη ανταποδοτική, λόγω μικρού χρόνου ασφάλισης, σε μειωμένο ποσό εθνικής, αλλά και σε μικρότερο ποσό προσαύξησης, καθότι το χρονικό διάστημα 1980-2004 στον ΟΑΕΕ δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ούτε με τις διατάξεις περί παράλληλης ασφάλισης, ούτε με τις διατάξεις περί διαδοχικής.