ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Επαγγελματίας από το Πήλιο πρώτο θέμα στην Αθήνα και συγγραφέας!

Επαγγελματίας από το Πήλιο πρώτο θέμα στην Αθήνα και συγγραφέας!

Δώρα Μιχαήλ

Διαβάσαμε στη Lifo, νιώσαμε περήφανοι, θαυμάσαμε τον συντοπίτη μας και το μοιραζόμαστε μαζί σας!

εννήθηκα το Φεβρουάριο του 1961 στην Καρδίτσα. Ο πατέρας μου είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα τρόφιμα, τη διατροφή, τα βότανα και τις θεραπείες και είχε μπακάλικο στην προ-σούπερ μάρκετ εποχή. Η μητέρα μου ήταν από χωριό του κάμπου και κουβάλαγε την γαστρονομική παράδοση των καραγκούνηδων στην κουζίνα του σπιτιού μας. Μεγάλωσα στο μπακάλικό μας, σε κεντρικό σημείο της αγοράς της Καρδίτσας, ζώντας την αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς της επαρχιώτικης κοινωνία μας μεταξύ 1965 – 1975, από μια κοινωνία της αγοράς αποκλειστικά των αναγκαίων τροφίμων, σε μια κοινωνία πιο ανοικτή στο καινούριο και με διάθεση πειραματισμού. Κάθε Τετάρτη γινόταν στην αγορά της Καρδίτσας το παζάρι. Με τα δεδομένα της Αθήνας θα το λέγαμε η «λαϊκή της εβδομάδας». Ερχόντουσαν από τα χωριά παραγωγοί να πουλήσουν τα προϊόντα τους και μετά να ψωνίσουν τα χρειαζούμενα. Μπορούσες να βρεις τα πάντα, από φρούτα και λαχανικά, μέχρι ζωντανά και σφαγμένα ζώα (κότες κ.α), τυριά, κλπ. Εμείς βγάζαμε μπροστά από το μαγαζί κοφίνια με ελιές, βαρέλια με λάδι, ζεμπίλια με κονσέρβες, είχαμε έξτρα υπαλλήλους και δουλεύαμε χωρίς σταματημό από το πρωί ως το απόγευμα. Η μάνα μου μαγείρευε για 6-7 άτομα και αφιερωνόμασταν όλοι στην διαλάληση του εμπορεύματος και την πώληση.

Μαγικές στιγμές εκείνης της περιόδου, που πήγαινα στο δημοτικό και το γυμνάσιο, ήταν τα απογεύματα της Τρίτης και της Πέμπτης, που η δουλειά ήταν λιγοστή και όλοι οι μαγαζάτορες της γειτονιάς μαζευόντουσαν στα τραπεζάκια του γαλακτοπωλείου και ξεκίναγαν τα αστεία, τις συζητήσεις και τις φανταστικές ή πραγματικές ιστορίες. Εκεί, από τη μια μεριά, πρωταγωνιστούσε ο πλακατζής γαλακτοπώλης με τις φάρσες και τα σόκιν ανέκδοτα και από την άλλη ο αριστερός τυπογράφος με τα μισόλογα και τις αναφορές σε χαμένους, πρόσφυγες και φυλακισμένους. Όλα αυτά όμως μέχρι το Λύκειο. Τότε πήρα την εντολή «διάβασε να περάσεις στο Πανεπιστήμιο, για να ξεφύγεις από δω». Ποιος μου έδωσε την υποσυνείδητη εντολή, μάλλον η μάνα μου. Η εντολή εκτελέστηκε με επιτυχία. Πέρασα στο Οικονομικό της Νομικής σχολής Αθηνών. Έφτασα 17μιση χρονών στην Αθήνα. Έπαθα πολιτισμικό σοκ! Έως τότε δεν είχα βγει από τα όρια της Θεσσαλίας, αν εξαιρέσουμε μια εκδρομή με κάτι θεούσες στα Γιάννενα και μια με φίλους στα Καμένα Βούρλα.

Εγκαταστάθηκα σε ένα τριάρι στη Μιχαήλ Βόδα, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, που το κρατούσαν άλλοι δύο Καρδιτσιώτες φοιτητές, παίρνοντας το δωμάτιο κάποιου που αποφοίτησε. Με έφερε ο πατέρας μου στην Αθήνα, με εγκατέστησε στο σπίτι, γράφτηκα στη σχολή και μετά έφυγε. Σαν επαρχιωτάκι ξεκίνησα να πηγαίνω στη σχολή, στη Σόλωνος, το 1978, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την πτώση της χούντας, σε ένα περιβάλλον ακραία πολιτικοποιημένο, να κάθομαι στα αμφιθέατρα δίπλα σε συνομήλικους «διαβασμένους» και περπατημένους πολιτικά, που προσπαθούσαν να με ψαρέψουν για τι είμαι και πού πρόσκειμαι. Γιατί όλα την εποχή εκείνη ήταν πολιτική. Όλα. Έκανα αγώνα δρόμου, ταχύρυθμη εκπαίδευση για να τους φτάσω. Η οικογενειακή εντολή περί σπουδών άντεξε σκάρτα ένα χρόνο. Τα επόμενα τρία – τέσσερα ξεκινώντας από τη Μιχαήλ Βόδα, το πολύ να έφτανα μέχρι το γωνιακό καφενείο απέναντι από τη σχολή, που ήταν το κέντρο της αντιεξουσιαστικής διανόησης. Εκεί πήρα και την ουσιαστική μου μόρφωση. Η μόρφωση αυτή εκτός από επαναστατικά τσιτάτα είχε πολύ κινηματογράφο, πολλή μουσική, βιβλία, πολλά βιβλία, βόλτες, συζητήσεις, μπαράκια, φιλίες, σχέσεις, αναζητήσεις, ρεμπέτικα και ροκ, ταβερνεία και σπίτια, Εξάρχεια και Δεξαμενή και Στρέφη, ξενύχτια, κ.λπ. Βέβαια ο πονηρός επαρχιώτης μέσα μου ακολουθούσε ταυτόχρονα και την οικογενειακή εντολή. Μακριά μαλλιά, φουλάρια, αμφισβήτηση, αλλά τα μαθήματα τα περνούσα και στην πενταετία πήρα πτυχίο Οικονομολόγου.

Κάπου στο τρίτο έτος ξεκινάει η πρώτη μου επαφή με το μαγείρεμα. Μέχρι τότε έτρωγα είτε στη φοιτητική λέσχη Ιπποκράτους και Ακαδημίας, είτε στο εστιατόριο Η Στάμνα, στην Αχαρνών απέναντι από τον Άγιο Παντελεήμονα, που ο σερβιτόρος ήταν πατριώτης μας και μας περιποιόταν. Στρατό πήγα στην αεροπορία, στη Νέα Αγχίαλο του Βόλου. Μετά την «επανάσταση», η στολή και μετά την ανωνυμία της Αθήνας, ο Βόλος με τη θάλασσα μπροστά του και το Πήλιο από πάνω του. Αυτή η θάλασσα σε μας τους καμπίσιους έχει πολύ μεγάλη επιρροή τελικά. Με τη Μαριάννα, τη σύζυγό μου, είμαστε μαζί από το Οκτώβριο του 1981. Όταν ερχόταν να με επισκεφτεί στις εξόδους από τη μονάδα γυρίζαμε τα χωριά και τις παραλίες του Πηλίου. Άλλα απογεύματα που είχα έξοδο, έπαιρνα το αστικό, που ήταν δωρεάν, κι ανέβαινα στην Πορταριά και τη Μακρυνίτσα κι εκεί πρωτοδοκίμασα την τοπική σπεσιαλιτέ «μπουμπάρι». Η Μαριάννα είχε ένα Σιτροενάκι Visa. Το πρώτο τριήμερο που βγήκα από τη μονάδα πήγαμε και στήσαμε τη σκηνή στην παραλία στα Καλά Νερά, στον Παγασητικό. Το πρωί μας ξύπνησε ένα κοπάδι πρόβατα, που μασουλάγανε τη σκηνή. Ένα άλλο τριήμερο περάσαμε από τη μεριά του Αιγαίου, στην παραλία Παπά Νερό. Εκεί μια μαγική βραδιά μόνοι μας, με sleeping bag στην άμμο μπροστά στη θάλασσα. Πάνω μας ένας ξάστερος καθαρός ουρανός και ξαφνικά μια βροχή διαττόντων. Πόσες ευχές να κάνεις; Τότε μπήκαν τα θεμέλια της μετά από είκοσι χρόνια επανόδου μας στο Πήλιο ή μήπως είναι μια ανάμνηση που έφτιαξα εκ των υστέρων;

Στρατό τελείωσα στην Αθήνα κι αφού είχαμε βάλει πλώρη για γάμο έψαξα για δουλειά. Μέχρι τότε δεν είχα καμιά ξεκάθαρη κατεύθυνση, ούτε κάποιο επαγγελματικό ενδιαφέρον. Μέσα από ένα επιμορφωτικό σεμινάριο ανακάλυψα ότι είχα πολύ marketing μέσα μου. Μάλλον από τα χρόνια που παιδάκι πούλαγα ελιές, κονσέρβες κι απορρυπαντικά. Μετά το σεμινάριο επέλεξα γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ για να κάνω μια δίμηνη πρακτική και μετά το τέλος της μου ζητήσαν να μείνω και προσλήφθηκα σαν υπεύθυνος marketing. Άλλος αγώνας δρόμου για να αποκτήσω γνώσεις και ικανότητες, ώστε να ανταποκριθώ στις ευθύνες. Ταυτόχρονα γάμος μετακόμιση στη Βούλα και το πρώτο παιδί. Ανά 4-5 χρόνια άλλαζα εταιρείες. Καθώς σχεδόν όλες ήταν εταιρείες τροφίμων αυτό σήμαινε και στενή σχέση με τη μαγειρική, τους σεφ, τις συνταγές, τα σχετικά περιοδικά και επισκέψεις σε εργοστάσια. Όλη αυτή την υπαλληλική εικοσαετία της σκληρής δουλειάς η σχέση μου με την Αθήνα είχε μια αμφιθυμία. Από τη μια απολάμβανα, όσο μπορεί να απολαύσει ένας παντρεμένος με δύο μικρά παιδιά, τις δυνατότητες που σου δίνει μια μεγάλη πόλη να εξελιχθείς πνευματικά και να βελτιώσεις τον εαυτό σου και από την άλλη μου έλλειπε η ουσιαστική επαφή με τη φύση. Τα Σαββατοκύριακα λύσσαγα. Από το πρωί τους ταλαιπωρούσα όλους, τους τραβολόγαγα σε εκδρομές, διαδρομές, λαϊκές αγορές και ψαροκάικα. Φύτευα σε γλάστρες στο μπαλκόνι ντοματιές, μπρόκολα, πεπονιές, μέχρι κουκιά έβαλα μια φορά. Τα καλοκαίρια στις διακοπές ήμασταν ο τρόμος των μεσιτών. Βλέπαμε οικόπεδα, κτήματα και κάναμε σχέδια επί σχεδίων. Κάποια στιγμή επιστρέψαμε για διακοπές στο Πήλιο, στην Τσαγκαράδα, και κατεβαίνοντας για μπάνιο στο Μυλοπόταμο είδαμε γραμμένο σε ένα κράσπεδο, ένα τεράστιο «Πωλείται». Ε, αυτό το «Πωλείται» αγοράσαμε, τρεισήμισι στρέμματα με θέα τις Σποράδες και τα ερείπια ενός αρχοντικού μέσα. Γιατί το αγοράσαμε, δίνοντας ό,τι είχαμε μαζέψει αυτά τα χρόνια δουλεύοντας σκληρά; Δεν έχω απάντηση. Για αυτό και έμεινε ανενεργό άλλα δέκα χρόνια.

Το 2000 η σχέση μου με την Αθήνα από αμφίθυμη άρχισε να γέρνει προς το εχθρική. Θέλεις η πίεση της δουλειάς, θέλεις η διάχυτη χυδαιότητα της εποχής του πάρτι του Χρηματιστηρίου με έσπρωχνε να κάνω κάτι δικό μου και να το κάνω κάπου μακριά: Το Πήλιο ήταν μονόδρομος. Ξεκινήσαμε το 2002 την ανακατασκευή του παλιού αρχοντικού με το παράσπιτό του. Χρειαστήκαμε τέσσερα χρόνια έως τον Οκτώβριο του 2006 που ξεκινήσαμε την λειτουργία του ξενώνα Αμανίτα. Αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν πολύ δημιουργικά, καθώς έβαλαν τις βάσεις της ουσιαστικής μας σχέσης με το Πήλιο και ιδιαίτερα με την Τσαγκαράδα. Τότε ξεκίνησε και το πάθος μου με τα μανιτάρια. Λίγο πριν ξεκινήσουμε το χτίσιμο μέναμε για το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου σε ένα ξενώνα, στην πρώτη συνοικία της Τσαγκαράδας. Εκεί, δοκίμασα για πρώτη φορά άγρια μανιτάρια, που έψηνε ο πατέρας της ιδιοκτήτριας. Μου άρεσαν πολύ. «Πού τα μαζεύετε αυτά κυρ Απόστολε» ρώτησα. «Εδώ γύρω» απάντησε, σκοπίμως αόριστα, ως τυπικός Πηλιορείτης. Την άλλη μέρα πρωί–πρωί βγήκα στο «εδώ γύρω» με 2-3 τσάντες. Σε ένα δίωρο τις είχα γεμίσει ξέχειλα.

Γυρνώντας πίσω, πιάνω τον κυρ Απόστολο να κάνουμε διαλογή. Να μου πει ποια τρώγονται και ποια όχι. Προς τεράστια απογοήτευση, μου τα πέταξε όλα. «Όλα παλαβά» μου είπε. Μα, πώς είναι δυνατόν κυρ Απόστολε να μη μάζεψα κανένα βρώσιμο; «Πού πήγες» με ρώτησε. Εδώ παραπάνω του εξήγησα. «Ε, εκεί πηγαίνει κάθε μέρα πρωί–πρωί η παπαδιά και μαζεύει όλα τα καλά. Πρέπει να βρεις δικό σου μέρος» μου εξήγησε. Αυτό και έκανα. Τώρα έχω τα δικά μου μέρη. Έχουν περάσει ήδη έντεκα χρόνια λειτουργίας του ξενώνα μας. Κάθε χρόνο προσπαθώ να κάνω αλλαγές στον τρόπο δουλειάς, να κάνω καινούρια πράγματα. Προσπαθήσαμε από την αρχή να προσφέρουμε στους επισκέπτες μας μια «εμπειρία Πηλίου». Ξεκινήσαμε με τροφοσυλλογή, μετά κάναμε μια σειρά συσκευασμένων προϊόντων, ακολούθησε ο βοτανόκηπος, μετά ένα μεγάλο βιολογικό περιβόλι, πέρυσι προσθέσαμε ένα νέο κτίριο και αρχίσαμε σεμινάρια με βότανα και μαγειρική, φέτος είναι το βιβλίο. Σε έναν ξενώνα που ξεκίνησε με έξι δωμάτια και σήμερα έχει οκτώ, θα πρέπει όλοι όσοι εμπλεκόμαστε λειτουργικά και ιδιαίτερα εγώ, να έχουμε γνώσεις και να καλύπτουμε πολλές ανάγκες. Έτσι, σε μια μέρα πρέπει να είμαι διευθυντής, υπεύθυνος marketing, μάγειρας, σερβιτόρος, παιδί για τις βαλίτσες, κηπουρός, οργανωτής εκδηλώσεων και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Και να τα κάνω όλα αυτά σωστά με κέφι και μεράκι.

Η γαστρονομία με ενδιέφερε από παιδί, από τότε που παρατηρούσα τη μητέρα μου να μαγειρεύει, από τότε που έστηνα αυτί να ακούσω τις γυναίκες να μοιράζονται γνώσεις και συνταγές. Σε όλη την επαγγελματική μου πορεία πλούτισα σε γνώσεις και προσπάθησα να μορφωθώ και να επιμορφωθώ πάνω στο θέμα αυτό. Ήρθε λοιπόν από μόνη της η διασύνδεση της γαστρονομίας με τη νέα επαγγελματική μου δραστηριότητα. Από την πρώτη στιγμή θέλησα το πρωινό του ξενώνα να είναι αξιομνημόνευτη εμπειρία και να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις αναμνήσεις των διακοπών των φιλοξενούμενών μας. Πήρα πληροφορίες για την τοπική γαστρονομία, ώστε να εντάξω στο πρωινό εδέσματα που έχουν βάση τοπικά προϊόντα και συνταγές. Ακόμη περισσότερο θέλησα να παράξουμε οι ίδιοι τέτοια προϊόντα, όπως τραχανά, πετιμέζι από μήλο, μαρμελάδες, πίτες, γλυκά κουταλιού. Από τότε που η πλειοψηφία των πελατών μας έγιναν πλέον οι ξένοι, ο πήχης ανέβηκε ακόμη περισσότερο. Τώρα πρέπει να κάνουμε γαστρονομική πατριδογνωσία. Να μιλήσουμε για τα χρόνια της φτώχιας και πώς οι Πηλιορείτες αξιοποίησαν δημιουργικά ό,τι έδινε η φύση, φτιάχνοντας νοστιμιές που σήμερα είναι γκουρμέ, αλλά τότε ήταν απλά το φαγητό της επιβίωσης. Να τους συστήσουμε τοπικά τυριά, αλλά και ελληνικές νοστιμιές από άλλες γωνιές της χώρας. Να τους κατεβάσουμε στον μπαξέ για να δουν τη δύναμη του Πηλιορείτικου χώματος, που βγάζει φρούτα και λαχανικά με εξαιρετική γεύση. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που παρότι ήταν μέσα σε πόλη είχε πάντα μπαξέ. Όταν χρειαζόμασταν ένα μυρωδικό, κατεβαίναμε τα σκαλοπάτια, το κόβαμε και το φέρναμε στην κουζίνα. Αυτή η ευκολία και η επαφή με τη φύση μού έλειψε στα χρόνια της Αθήνας. Δεν μπορούσα να διανοηθώ όμως πόσο αποξενωμένοι είναι κάποιοι άλλοι από τη φύση και τη διαδικασία «από το κτήμα στο τραπέζι». Πριν τρία χρόνια, πελάτης από την Μινεάπολη της Αμερικής, υπεύθυνος μάλιστα διανομής γαλακτοκομικών σε μεγάλη εταιρία logistics, έκανε σαν μικρό παιδί κατά την επίσκεψή του στο περιβόλι. Κατάλαβα πως αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι οι ντομάτες είχαν διαφορετικά μεταξύ τους μεγέθη. Αμφιβάλω αν είχε ποτέ δει ντοματιά, είχε την εντύπωση ότι οι ντομάτες έχουν όλες το ίδιο σχήμα και μέγεθος, όπως τις έβλεπε στο σούπερ μάρκετ.

Όπως όλοι οι νεοφώτιστοι έχω μεγάλο πάθος για ό,τι μαθαίνω και θέλω να πλουτίζω συνεχώς τις γνώσεις μου, αλλά και να τις μεταδίδω και σε άλλους. Αυτό έγινε με τα μανιτάρια. Αφού έμαθα ποια μανιτάρια τρώνε οι ντόπιοι πήρα βιβλία, μπήκα σε ομάδες μανιταρόφιλων και έμαθα τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Τώρα πλέον συλλέγω και τρώω τα διπλάσια είδη από ό,τι οι ντόπιοι, που αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν δηλητηριάστηκα τόσα χρόνια που τα τρώω, άρχισαν δειλά–δειλά να μου φέρνουν κάποια είδη για να τα αναγνωρίσω. Όπως πήρα την παραδοσιακή γνώση, έτσι κι εγώ επιστρέφω την καινούρια, για να γίνει κι αυτή παράδοση σε λίγα χρόνια. Το να περπατώ στο δάσος μόνος, μέσα στην ομίχλη, ήταν για μένα κάτι πρωτόγνωρο, που μου δημιούργησε βαθιά συναισθήματα και ξύπνησε πρωτόγονους φόβους. Το μυαλό του ανθρώπου της πόλης δεν είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει αυτές τις συνθήκες, το σώμα όμως μπορεί, γιατί υπάρχει η κυτταρική μνήμη από την προϊστορία μας. Ο άνθρωπος ξεκίνησε σαν τροφοσυλλέκτης και κυνηγός. Αν αφεθείς, το μάτι πάει μόνο του και ανακαλύπτει τα βρώσιμα είδη, μανιτάρια, βλαστάρια και χόρτα. Αν φοβηθείς, θα ακούσεις θορύβους από κενταύρους, λάμιες και στοιχειά. Μέσα στο κτήμα μας έχουμε σήμερα γύρω στα ογδόντα διαφόρων ειδών οπωροφόρα δέντρα και τα τελευταία τρία χρόνια ο μπαξές όλο και μεγαλώνει. Πολλά μυριστικά, μπιζέλια κουκιά και αρακάς, πολλά είδη και ποικιλίες, ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και αγγουράκια, καλαμπόκι και πατάτες, φασόλια, φράουλες και αγριοφράουλες, πρασινάδες για σαλάτα και πίτες. Το έδαφος είναι πολύ εύφορο και μας επιτρέπει να καλλιεργούμε βιολογικά χωρίς λιπάσματα και με ελάχιστες αρρώστιες ή εχθρούς.

Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο σπάνιοι σαν επισκέπτες. Αν εξαιρέσουμε τις περιόδους των θρησκευτικών γιορτών, τότε οι πελάτες μας είναι ξένοι σε ποσοστό πάνω από 80%. Παρόλα αυτά και οι Έλληνες επισκέπτες αναζητούν την εμπειρία. Είναι πλέον αντιληπτό ότι πολυτέλεια είναι το φρεσκοψημένο προζυμένιο ψωμί και το βιολογικό φρούτο και λαχανικό και όχι το jacuzzi και το πλαστικό κρουασάν. Το βιβλίο Οι γαστρονομικές ανησυχίες ενός ξενοδόχου μέσα σε 150 σελίδες περιέχει 34 ιστορίες και 63 συνταγές, που ενώνουν το χτες και το σήμερα, το βουνό και τη θάλασσα, το περιβόλι και τον βοτανόκηπο και τελειώνουν γύρω από ένα τραπέζι στην αυλή μας. Αποτελεί μια προσπάθειά να παρουσιάσουμε τους βασικούς γαστρονομικούς μύθους του Πηλίου μέσα από τα δικά μας μάτια. Είναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν κουρελού από παράδοση, ιστορίες, συνταγές, αναζητήσεις στο Internet, συζητήσεις με γιαγιάδες, συντροφική αγάπη, ευχές της μάνας, αναμνήσεις, μύθους και βουνό. Είναι ένα βιβλίο οικογενειακό και χειροποίητο, καθώς συμμετέχει και η Μαριάννα με μια ιστορία και μια συνταγή σιφνέικης μελόπιτας, από τη δικιά της γαστρονομική οικογενειακή παράδοση, αλλά και η κόρη μας η Ζωή, που έφτιαξε τα σχέδια που διακοσμούν το βιβλίο. Σας δίνω και μια συνταγή που δεν τόλμησα να κάνω ποτέ. Η μακαρονάδα της μητέρας μου Υλικά Μισό πακέτο μακαρόνια για παστίτσιο Μια σφήνα χωριάτικο λευκό τυρί ή φέτα Βούτυρο Αλάτι και πιπέρι Παρασκευή Σε αλατισμένο νερό που βράζει ρίχνουμε τα μακαρόνια και τα βράζουμε όσα λεπτά γράφει το πάνω όριο στη συσκευασία τους. Τα σουρώνουμε και τα βάζουμε στην κατσαρόλα ξανά. Χοντροτρίβουμε το τυρί και το ανακατεύουμε με τα μακαρόνια. Τα περιχύνουμε με το βούτυρο, που έχουμε «κάψει» σε τηγάνι. Σερβίρουμε με τριμμένο πιπέρι. Info: Το βιβλίο «Οι γαστρονομικές ανησυχίες ενός ξενοδόχου» θα εκδοθεί σε δύο εκδόσεις, ελληνική και αγγλική. Για τη συγκέντρωση των χρημάτων της έκδοσης ο κ. Ψημμένος έχει δημιουργήσει μια καμπάνια crowdfunding, ουσιαστικά προπωλώντας αντίτυπα του βιβλίου. Η καμπάνια βρίσκεται στη διεθνή πλατφόρμα Indiegogo.gr

φιλα

φιλα2

Τελευταία Νέα

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα, αποκλειστικά ρεπορταζ και ειδήσεις