«Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα» είχε πει ο Νίκος Καζαντζάκης και μια γυναίκα στα Χανιά έκανε την οδό Κορνάρου τον δικό της παράδεισο και τον μοιράζεται με γείτονες και περαστικούς Στο κατώφλι της οδού Σφακίων και πάνω από την Αποκορώνου, στην καρδιά της πόλης των Χανίων που ασφυκτιά από κάθε είδους ρύπανση, μια γυναίκα, εδώ και τέσσερις μήνες, από τα ξημερώματα μέχρι το βράδυ, έχει μετατρέψει την οδό Κορνάρου (γνωστός ως δρόμος του ΤΕΒΕ) σε ένα δρόμο που οδηγεί στην απόλυτη σουρεαλιστική εμπειρία. Έτσι εκεί που περπατάς ανυποψίαστος, να σου και μια τίγρης, που θαρρείς πως θα ανέβει στο πεζοδρόμιο να περπατήσει μαζί σου. Και πριν προλάβεις να αντιληφθείς την… ζωντανή φάρσα που σου ετοίμασε, να σου και μια τεράστια γάτα να σε κοιτάζει θυμίζοντάς σου πώς… τα ζώα δεν είναι εμπόρευμα. Να και ένα ποδήλατο λίγο πιο κάτω, με ανθισμένα λουλούδια, να ανέβεις να πας σε όποια γλυκιά ανάμνηση σου έρθει πρώτα στο μυαλό. Πριν τελειώσουν τα λίγα μέτρα της οδού Κορνάρου, που νομίζεις ότι μοσχομυρίζει από τις ζωγραφιστές βουκαμβίλιες, θα δεις μαϊμούδες, σκυλάκια, ψαράκια να κολυμπούν χωρίς να ενοχλούνται από τα αυτοκίνητα, πολλά λουλούδια αλλά και ένα δύτη που καταμεσής του δρόμου βρήκε μια σπηλιά να βουτήξει. Και να μου το θυμηθείς πως όταν φύγεις θα ήθελες να είχες και άλλο από αυτόν τον δρόμο που από το τίποτα και τόσο αναπάντεχα μπορεί και να σου άλλαξε τη μέρα. Εκεί, αν συναντήσεις μια γυναίκα σκυφτή, με πινέλα να ζωγραφίζει την βουκαμβίλια που της έχει μείνει, να ξέρεις ότι είναι η κ. Βάσω, μην προσπεράσεις, να σταματήσεις να της πεις μια καλή κουβέντα για τον μικρό παράδεισο που φαντάστηκε και θέλει να το μοιραστεί με γείτονες και περαστικούς. Η κ. Βάσω, ερασιτέχνης ζωγράφος, από τον Μάιο μέχρι και σήμερα, ζωγραφίζει ακούραστα και καθημερινά την οδό Κορνάρου για να την κάνει όμορφη, να μπορεί όπως λέει να βγαίνει βόλτα με τα σκυλιά της και να μην βλέπει μουτζούρες και ασχήμια αλλά χρώματα και ομορφιά. Όσοι είχαν βρεθεί στο κέντρο το χειμώνα, ίσως θυμούνται την όψη της οδού Κορνάρου που για μήνες ήταν κλειστή λόγω εργασιών του δήμου. Ο δρόμος δόθηκε στην κυκλοφορία την άνοιξη όμως όσο ανακαινισμένος και να ήταν, δεν έμοιαζε σε τίποτα σε αυτό που η κ. Βάσω έχει δημιουργήσει σε λιγότερο χρόνο, με τα χέρια της. Όσο διαρκούσαν οι εργασίες στο δρόμο όπως σημειώνει η κ. Βάσω, ήταν η μόνη που έβγαινε κάθε μέρα και σκούπιζε τις λάσπες και τα χώματα με φτυάρι, αν και την επόμενη ημέρα πάλι η κατάσταση θα ήταν ίδια αφού θα ξεκινούσαν πάλι τα σκαψίματα κτλ. «Πάω βόλτα με τα σκυλιά μου κάθε μέρα, θέλω να έχω ένα όμορφο περιβάλλον, χαρούμενο. Έβγαινα και ήταν βρώμικα, γεμάτα μουτζούρες. Εφόσον αυτό μπορώ να το διορθώσω γιατί να μην το κάνω. Πάντα έτσι ήμουν, δεν περιμένω από τον άλλον. Ότι περνάει από το χέρι μου και μπορώ να ομορφύνω τη ζωή μου, το κάνω. Μου αρέσει βέβαια και πάρα πολύ που ο κόσμος το δέχεται και του αρέσει» Όπως μας λέει, επ’ευκαιρίας της ανακαίνισης του δρόμου, θέλησε και η ίδια να ανακαινίσει το σπίτι της και σκέφτηκε να πιάσει τα πινέλα της, που είχε παρατημένα για πάνω από 25 χρόνια και να ζωγραφίσει κάτι στην πρόσοψη του σπιτιού της. Από ανάγκη δηλαδή όπως εκμυστηρεύεται, αφού δεν είχε χρήματα να διαθέσει σε επαγγελματία να σουβαντίσει και να βάψει το σπίτι, αξιοποίησε το ταλέντο της. «Παλιά ζωγράφιζα, σαν παιδί, σαν νέα, ζωγράφιζα πολύ στο σπίτι, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, σε μπλοκ. Ύστερα έκανα μια παύση, είχα 25 με 30 χρόνια να πιάσω πινέλο. Έχω κάνει κάποιους πίνακες αλλά δεν τους έχω κρατήσει σπίτι μου, τους έχω χαρίσει. Για να πω την αλήθεια βαριέμαι να ζωγραφίζω και για αυτό το είχα αφήσει τόσο χρόνια απλά τώρα έχω το μεράκι να ζωγραφίσω για να ομορφύνω το δρόμο. Τώρα με το να φύγουν τα αυτοκίνητα, να φανούν οι προσόψεις των σπιτιών, σκέφτηκα να ζωγραφίσω, ξεκινώντας αρχικά από το σπίτι μου και από ανάγκη καθώς δεν μπορούσα να διαθέσω χρήματα για να το φτιάξω Ίσως και επειδή έχουν φανεί τα σπίτια και οι άνθρωποι μου παραχωρούν τους τοίχους να ζωγραφίσω και έτσι έχω μεγάλο ταμπλό και μπορώ και εκφράζομαι. Είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα», Η μια ζωγραφιά έφερε την άλλη, οι γείτονες άρχισαν σιγά σιγά να την εμπιστεύονται και στην προτροπή της, να της διαθέσουν τους τοίχους των σπιτιών τους για να ακουμπήσει το μεράκι της, ήταν όλο και πιο θετικοί. «Στην αρχή οι γείτονες ήταν δύσπιστοι» θυμάται η κ.Βάσω. «Όλοι έλεγαν ωραία λόγια αλλά δεν τολμούσαν εύκολα να προτείνουν να ζωγραφίσω στον δικό τους σπίτι. Έπειτά όμως όλο και περισσότεροι ήταν δεκτικοί. Μου έλεγαν πόσο τους άρεσαν οι ζωγραφιές και έτσι πρότεινα η ίδια να κάνω το ίδιο έξω από τα σπίτια τους. Να ανοίγω την πόρτα μου και να βλέπω και εγώ απέναντι κάτι όμορφο» Η ίδια δεν έχει πάει ποτέ σε σχολή ζωγραφικής, δεν έχει κάτσει ποτέ δίπλα σε ένα δάσκαλο να της δείξει το οτιδήποτε. Με αφοπλιστικό τρόπο λέει «δεν χρειάστηκε, πήγα σχολείο, ξέρω γεωμετρία γιατί να μην μπορώ να ζωγραφίσω». «Από παιδάκι ζωγραφίζω αλλά δεν έχω πάει ποτέ σε δάσκαλο. Δάσκαλος είναι η εξάσκηση. Δεν θέλει και σκέψη, πήγα σχολείο, ξέρω γεωμετρία; Αν δείτε την πρώτη ζωγραφιά που έκανα στο δρόμο, στο σπίτι μου απέξω και τη συγκρίνετε με τις τελευταίες θα δείτε μεγάλη διαφορά. Ήδη έχω κάνει πρόοδο». Ποια ήταν η πρώτη ζωγραφιά που έκανε στη ζωή της «Η πρώτη ζωγραφιά που έφτιαξα στη ζωή μου ήταν ένα κάραβι που μου έμαθε ο πατέρας μου να το φτιάχνω. Την πλώρη του καραβιού και πώς φαίνεται από μπροστά, ένα σκίτσο ήταν το πρώτο που έκανα. Ο πατέρας μου δεν γνώριζε ζωγραφική αλλά του άρεσε η θάλασσα». Τη ρωτάμε αν έχει μετανιώσει που δεν ασχολήθηκε περισσότερο με τη ζωγραφική «Όχι δεν θα ήθελα. Προτιμώ όπως τώρα που το κάνω ως χόμπι, όσο θέλω και ότι θέλω, όποτε θέλω. Δεν θα μου άρεσε αυτό που αγαπώ να το είχα επάγγελμα, να έπρεπε να κάνω ένα κομμάτι για να πληρωθώ και να ζήσω. Όλα αυτά τα χρόνια έχω ζωγραφίσει από όλα, το λιγότερο προσωπογραφίες το περισσότερο τοπία. Δεν μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω λουλούδια αλλά πώς τα φέρνει η ζωή και τώρα….» λέει γελώντας. Μια ζωγραφιά για την οποία είναι περήφανη; «Μου αρέσει η τίγρης αν και έχει ελαττώματα που εκείνη λέει γνωρίζει και τα βλέπει. Φέτος επίσης ζωγράφισα μια πορτοκαλιά στην οποία έβαλα πολλά πουλιά και από κάτω πολλές κότες… »«Γενικά έχω πειραματιστεί στην ζωγραφική με αφηρημένη τέχνη, ή πιο εσωτερικά να δηλώσω το άγχος κτλ. αλλά τα έχω βαρεθεί. Από μόνη της η ζωή είναι αρκετά μαύρη, δεν θέλω να ζωγραφίζω εξπρεσιονιστικά. Θέλω η ζωγραφική να μου ομορφαίνει την διάθεση, απλά και όμορφα». Στην οδό Κορνάρου, πώς διαλέγει τι θα ζωγραφίσει; «Ανάλογα με το σπίτι σκέφτομαι τι ταιριάζει. Όπως στον μπλε τοίχο που ζωγράφισα ψαράκια, ή σε ένα σπίτι ζωγράφισα μαϊμού γιατί τα δέντρα θυμίζουν λίγο ζούγκλα» Όταν ξεκίνησε το εγχείρημά της η κ. Βάσω, κάθε ζωγραφιά απαιτούσε γύρω στις 5 μέρες, μετά όμως από τόσο καιρό εξάσκησης στην οδό Κορνάρου, οι γραμμές και τα χρώματα σμίγουν το πολύ μέσα σε 3 ημέρες μέχρι η έμπνευσή της να αποτυπωθεί σε δημόσια θέα. Ο κόσμος στην αρχή ήταν δύσπιστος και ως προς το πόσο θα «αντέξουν» οι ζωγραφιές πριν κάποιοι τις χαλάσουν για να γράψουν στην καλύτερη περίπτωση ένα σύνθημα ή στη χειρότερη για να επιβάλουν την διαμαρτυρόμενη μουτζούρα τους. Όμως και η ίδια η κ. Βάσω έχει μείνει έκπληκτη με το πόσο πολύ οι νέοι κυρίως σέβονται τα δημιουργήματά της. «Όλοι μου έλεγαν στην αρχή ότι διάφοροι θα μουτζουρώνουν τους τοίχους και θα χαλάσουν τις ζωγραφιές οπότε και εγώ ξεκίνησα με την λογική ότι τις όποιες φθορές θα τις αποκαθιστώ αμέσως με το πινελάκι μου. Η ζωγραφική ούτως ή άλλως είναι εφήμερη. Ιδίως στο δρόμο το κάνεις ξέροντας ότι ύστερα από μερικούς μήνες μπορεί να μην υπάρχει. Όμως ο κόσμος το σέβεται. Οι νεαροί εδώ το χαίρονται και παρόλο που λίγα μέτρα πιο πάνω υπάρχουν συνθήματα και μουτζούρες, εδώ το σέβονται». Κάποια στιγμή, όπως σημειώνει «ίσως κάποιος επιχειρήσει να κάνει κάτι ανάλογο. Δεν είναι κάτι σπουδαίο αυτό που έκανα, απλά τόλμησα. Γιατί να μην το κάνει και κάποιος άλλος στην γειτονιά του»… «Μου έχουν ζητήσει να τους ζωγραφίσω μέσα σε σπίτια αλλά δεν θέλω, εγώ θέλω να ζωγραφίσω και να περνάει ο κόσμος να τα βλέπει και να χαίρεται. Γιατί να είναι οι ζωγραφιές μόνο μέσα σε σπίτια, δεν είναι εγωιστικό αλλά γιατί να δημιουργούνται για να τις βλέπουν λίγοι». Με αυτό το πνεύμα η κ. Βάσω αναρωτιέται γιατί άνθρωποι που ασχολούνται με την ζωγραφική δεν διαθέτουν την τέχνη τους δημόσια. «Οι νέοι, οι γκραφιτάδες, οι αρχιτέκτοντες ή στις σχολές που ζωγραφίζουν γιατί δεν κάνουν κάτι έξω στην πόλη παρά κάνουν μαθήματα μόνο στο χαρτί τους, μόνο στο τελάρο τους. Βγες να κάνεις έναν άσχημο τοίχο να τον κάνεις όμορφο. Και εγώ δεν ήξερα τι χαρά θα πάρω και τη δύναμη από τον κόσμο. Επίσης εξελίσσομαι, οι ζωγραφιές μου είναι όλο και καλύτερες». Πολλοί της ζητάνε να ζωγραφίσει σε τοίχους στο εσωτερικό του σπιτιού τους όμως η ίδια δεν φαίνεται πολύ δεκτική σε αυτό καθώς όπως λέει την κατά παραγγελία ζωγραφική την αισθάνεται ως πίεση. «Θέλω να είμαι τελείως ελεύθερη να κάνω ότι θέλω, χωρίς καμία κριτική ή παρέμβαση. Όπως κάνει ο γκραφιτάς που μεσα στην νύχτα πάει και μπογιατίζει, έτσι θέλω και εγώ».. «Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί αυτό αλλά η κριτική του κόσμου δεν με ενδιαφέρει. Μου αρέσει που μου λένε καλά λόγια, μου έχει δώσει μεγάλη ώθηση. Μου αρέσει το όμορφο αυτό είναι όλο»